Η εικόνα της Ανάστασης

Οι εικόνες δεν είναι διακοσμητικά αντικείμενα στην Εκκλησία. Εκφράζουν, όπως και οι ύμνοι, τη διδα...

Θεία Λειτουργία στα αγγλικά

Θεία Λειτουργία στα αγγλικά

Η προετοιμασία του Λειτουργού και του προσφόρου

Η ακολουθία της προσκομιδής Γενικά τινα περί της Προσκομιδής Η ιερά τελετή της Προσκομιδής τελείται ιδιαιτέρως υπό του λειτουργού ιερέως,...

Καταστροφικές λατρείες

Ναι μεν έχουμε ανεξιθρησκεία, όμως οι "Καταστροφικές λατρείες" δεν είναι μια θρησκεία.Γιατί; Σκεφτήτε λίγο αν ξέρετε κάποια γεγον...

Κύπρος η Νήσος Αγίων

Go to Blogger edit html and find these sentences.Now replace these sentences with your own descriptions.

Καθαρή εβδομάδα

Καλή Σαρακοστή. "Καλό στάδιον". Αφού δεν μπορώ ακόμη να βάλω ταινιάκια μπορείτε να τα δείτε μόνοι σας...σχετικά με την επικαιρότητα. και άλλα...στο www.youtube.com

11Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ.wmv
ΨΥΧΗ ΜΟΥ, ΨΥΧΗ ΜΟΥ.mp4
Ψυχή μου... (Κοντάκιον μεγάλου κανόνος)
Επίσης όλη η Θ. Λειτουργία
ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ 15.08.2011
Και η πρώτη στάση των χαιρετισμών
ΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ Α΄ΣΤΑΣΗ 08.04.11 GIFHORN GERMANY.wmv /ναι από τη Γερμανία!
Αλλά και στην Αφρική
ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ
Την ωραιότητα της Παρθενίας Σου - agioritikovima.gr

Κυριακή της Ορθοδοξίας

Μας έρχεται η μεγάλη γιορτή, την επόμενη Κυριακή. Κοντά στα περσινά,  για το πώς φτιάχνεται μια εικόνα δες τε και τούτο το κείμενο.
Θεολογικές προσεγγίσεις της Αγιογραφικής τέχνης
Η Εκκλησία, έχοντας συνείδηση της πνευματικής αξίας και σημαντικότητος των αγίων εικόνων, ως μέσου αγιασμού και κοινωνίας των πιστών μετά των ιστορουμένων αρχετύπων, τις είχε ανέκαθεν σε μεγάλη εκτίμηση, ευλάβεια και σεβασμό. Θεωρούνται και είναι ένα σημαντικότατο εποπτικό μέσο διδασκαλίας, μια εικαστική γλώσσα της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος αποφαίνεται: «α γαρ ο λόγος της ιστορίας δι’ ακοής παρίστησι, ταύτα γραφική σιωπώσα δια μιμήσεως δείκνυσι». Μάλιστα η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος έθεσε τις άγιες εικόνες στο ίδιο επίπεδο με το Ευαγγέλιο και τον Τίμιο Σταυρό. Το θέμα των αγίων εικόνων απασχόλησε ανά τους αιώνας τους θεολόγους και τους ερευνητές και ιδίως κατά τον εικοστό αιώνα. Πραγματικά είναι σημαντικό να προβληθεί η σπουδαιότητα της εικόνας και η αξία που έχει για τον άνθρωπο ως μέλος της Εκκλησίας. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια ας ψαύσουμε άκρω δακτύλω – εφόσον το παρόν πόνημα δεν αποτελεί μια συστηματική έρευνα του θέματος – τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας για την εικόνα, όπως αυτή κατοχυρώνεται στα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων και στα πρακτικά της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου.Η λέξη «εικόνα» προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «είκω» ή «έοικα» και σημαίνει ομοίωμα, δηλαδή αποτύπωση των χαρακτηριστικών κάποιου πρωτοτύπου. Αυτό σημαίνει ότι η εικόνα δεν έχει δική της υπόσταση αλλά η αξία της βρίσκεται στην ομοιότητά της με το πρωτότυπο. «Άλλο γαρ εστί εικών και άλλο το εικονιζόμενον», λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η εικόνα λοιπόν, αποτελεί το αισθητό μέσο ανάμεσα στους πιστούς και στο πρωτότυπο, το οποίο είναι αθέατο γι’ αυτούς. Ο Μέγας Βασίλειος κάνει ένα διαχωρισμό της εικόνος σε «φυσική» και «τεχνητή» . Και τα δύο αυτά είδη εικόνων έχουν ένα κοινό γνώρισμα, την ομοιότητα με το πρωτότυπο που εικονίζουν. Διαφέρουν όμως στο εξής. Η ομοιότητα της φυσικής εικόνας προς το πρωτότυπο αναφέρεται στην ουσία του εικονιζομένου πρωτοτύπου, διατηρώντας την διαφορά ως προς την υπόσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα φυσικής εικόνας είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού σε σχέση με τον Θεό Πατέρα. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει ότι «ο Χριστός εστίν εικών του Θεού του αοράτου»( Κολ. 1,15). Είναι δηλαδή ο Υιός «απαράλλακτος εικών του Όντος» όπως αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ταυτίζεται με τον Θεό Πατέρα απόλυτα κατά την ουσία. Εκείνο που κάνει τον Υιό να διαφέρει από τον Πατέρα είναι η υπόστασίς Του και συγκεκριμένα το ιδίωμα του γεννητού. Από την άλλη πλευρά, η τεχνητή εικόνα ομοιάζει με το εικονιζόμενο πρόσωπο ως προς την μορφή αλλά διαφέρει ως προς την ουσία. Εφόσον η τεχνητή εικόνα αναφέρεται μόνο στην μορφή του εικονιζομένου προσώπου άρα αυτό που εικονίζεται δεν είναι η φύση αλλά η υπόσταση του πρωτοτύπου, όπως αναφέρει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «παντός εικονιζομένου, ουχ η φύσις, αλλ’ η υπόστασις εικονίζεται». Αυτή η ομοιότητα εικόνος και εικονιζομένου αποτελεί τον όρο ύπάρξεως της τεχνητής εικόνας. Γι’ αυτό και οι ορθόδοξες εικόνες δεν είναι γέννημα της φαντασίας του εκάστοτε καλλιτέχνη, αλλά τα πρωτότυπα (ο Κύριος, η Παναγία, οι Άγιοι) είναι ιστορικά πρόσωπα με τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά τους. Σαφέστατα παρατηρούν οι Πατέρες της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου: «Ιδόντες τον Κύριον, καθώς είδον, ιστορήσαντες εζωγράφησαν. Ιδόντες Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου, καθώς είδον, αυτόν ιστορήσαντες εζωγράφησαν…».Σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να αναφερθούμε στη διάκριση της εικόνας από το είδωλο. Δύο είναι τα βασικά στοιχεία που αποκλείουν τον ταυτισμό εικόνας-ειδώλου. Πρώτον η ιστορικότητα των εικονιζομένων προσώπων και δεύτερον η ομοιότητα των εικόνων με τα αρχέτυπά τους. Κατά τον άγιο Νικηφόρο «το δε είδωλον ανυπάρκτων τινών και ανυποστάτων ανάπλασμα». Με άλλα λόγια, το αρχέτυπο του ειδώλου είναι ένα φανταστικό πρόσωπο ενώ της εικόνας είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο. Οποιαδήποτε προσπάθεια απεικονίσεως του Κυρίου πριν την Σάρκωσή Του θα ήταν εσφαλμένη εφόσον δεν υπήρχε πρωτότυπο. Μετά, όμως, τη Σάρκωση του Λόγου του Θεού, δεν μιλάμε για είδωλο εφόσον ο Κύριος έλαβε συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή.Σ’ αυτό το σημείο έσφαλλαν οι εικονομάχοι (726-843 μ.Χ.) διότι υποστήριζαν ότι μια εικόνα πρέπει να είναι της ίδιας φύσεως με το πρωτότυπο, διαφορετικά είναι είδωλο. Γι’ αυτό και θεωρούσαν ως εικόνα του Κυρίου μόνο τον Άγιο Άρτο και Οίνο της Θείας Ευχαριστίας. Για τους ορθόδοξους όμως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Λ. Ουσπένσκυ «Τα Τίμια Δώρα δεν μπορούν να αναγνωρισθούν σαν εικόνα του Χριστού, γιατί ακριβώς είναι ταυτόσημα με Αυτόν, που είναι το Πρωτότυπό τους». Μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση της εικονοκλαστικής συνειδήσεως επέφεραν και τα θρησκεύματα του Ιουδαϊσμού και Μωαμεθανισμού, εξαιτίας της ανεικονικής διδασκαλίας που τους διέκρινε. Κατηγορούσαν, μάλιστα, τους Χριστιανούς ως ειδωλολάτρες και δεισιδαίμονες. Γενικά το πρόβλημα των εικονομάχων ήταν ότι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το κοσμοσωτήριο γεγονός της Θείας Οικονομίας. Ο Θεός έγινε άνθρωπος «ίνα τον άνθρωπο θεόν ποιήση». Εφόσον η εικόνα είναι μια τρανταχτή απόδειξη της Σαρκώσεως του Θεού Λόγου, άρα η άρνηση της εικόνας κατ’ επέκταση σημαίνει την απόρριψη της εν Αγίω Πνεύματι ενανθρωπήσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Ο Ιησούς Χριστός προσέλαβε για την δική μας σωτηρία σάρκα και αίμα. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να τον ζωγραφίζουμε με βάση την συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή Του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χωρίζουμε την σάρκα Του από την θεότητά Του. Είναι πολύ λογικό, ότι αν δεν απεικονίσουμε τον Κύριο τότε είναι σαν να αρνούμαστε την ανθρώπινη φύση Του. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης έλυσε το θεολογικό αυτό πρόβλημα διδάσκοντας, ότι η εικόνα εξεικονίζει όχι την φύση αλλά την υπόσταση του εικονιζομένου προσώπου.Σημαντικό ακόμη στοιχείο για την σωστή κατανόηση της ορθοδόξου εικόνας είναι και η σημασία που αποδίδει η Εκκλησία στα πρότυπα των εικόνων της. Τα πρότυπα αυτά μπορούν να είναι μόνο τα ίδια τα ιστορικά πρόσωπα που εικονογραφούνται και ποτέ άλλα άσχετα πρόσωπα, όπως έγινε στη Δυτική εικονογραφία. Για όσους ζωγράφους δεν υπάρχουν κανόνες και όρια, το έργο τους μπορεί να μοιάζει με εικόνα, αλλά μπορεί να αγγίζει και τα όρια της βλασφημίας.Ο Μέγας Βασίλειος διακηρύττει ότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Βεβαίως εδώ ο Άγιος αναφέρεται στην σχέση του Υιού προς τον Θεό Πατέρα, όμως η θέση αυτή χρησιμοποιήθηκε και από την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο για τη δικαίωση των αγίων εικόνων. Σημειώνει η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, ότι η προσκύνηση των εικόνων είναι σχετική και τιμητική, ενώ η λατρευτική προσκύνηση αναφέρεται μόνο στον Θεό. Έτσι, λοιπόν, συμπερασματικά δεχόμαστε, ότι η τιμή της εικόνας του αγίου αναφέρεται στο πρωτότυπό της και μέσω του εικονιζομένου αγίου απονέμεται στον ίδιο τον Θεό.Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η τυχόν αδεξιότης του αγιογράφου να αποδώσει επιτυχώς τα χαρακτηριστικά του εικονιζομένου προσώπου, δεν παραβλάπτει την λειτουργικότητα της εικόνας, διότι η προσκύνηση της εικόνας δεν αναφέρεται στις υπάρχουσες ατέλειες αλλά στην ταύτισή της με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Μας ενδιαφέρει, δηλαδή, το τι κοινό έχει η εικόνα με το πρωτότυπό της. Αυτό ακριβώς διδάσκει και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γράφοντας: «Ου γαρ ή υπολέλειπται της εμφερείας αλλ’ ή ομοίωται, η προσκύνησις». Πάρα πολύ σημαντική παράμετρος στο θέμα των αγίων εικόνων είναι και η παρουσία του Αγίου Πνεύματος σ’ αυτές. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός παρατηρεί: «οι άγιοι και ζώντες πεπληρωμένοι ήσαν Πνεύματος Αγίου και τελευτησάντων αυτών, η χάρις του Αγίου Πνεύματος ανεκφοιτήτως ένεστι και ταις ψυχαίς και τοις σώμασιν εν τοις τάφοις, και τοις χαρακτήρσι, και ταις αγίαις εικόσιν αυτών». Χάρις, λοιπόν, στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος στα εικονιζόμενα πρωτότυπα και οι εικόνες της Εκκλησίας είναι «Πνεύματος Αγίου πεπληρωμέναι». Συνεπώς πρέπει να προσέξουμε ότι οι εικόνες δεν είναι απλά αντικείμενα τέχνης αλλά εκφράζουν μια πνευματική πραγματικότητα, μας τονίζουν το σκοπό της χριστιανικής ζωής, που είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος. Βεβαίως, η ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος στις εικόνες δεν είναι κατ’ ουσίαν αλλά χαρισματική. Όμως, η χάρις των εικόνων μετέχεται από τους πιστούς και τους αγιάζει. Κατά την θέα των εικονιζομένων προσώπων ο αγιασμός που πηγάζει από τις εικόνες γίνεται μεθεκτός από τους πιστούς, όχι βεβαίως κατά τρόπο μηχανικό. Βασικές προϋποθέσεις καρπώσεως αγιασμού είναι η πίστη και η εσωτερική καθαρότητα, με τις οποίες οι πιστοί προσεγγίζουν τους εικονιζομένους αγίους. Αναφέρεται στα πρακτικά της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου: « ούτως καγώ δέχομαι και ασπάζομαι και περιπτύσσομαι τας ιεράς εικόνας, ως αρραβώνα της σωτηρίας μου ούσας». Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι οι εικόνες αποτελούν αρραβώνα της σωτηρίας των πιστών λόγω της μετοχής αγιασμού των πιστών από την προσκύνηση των εικόνων.Και σε αυτό το σημείο οι εικονομάχοι λόγω της αρνητικής τοποθετήσεως τους έναντι των εικόνων, γίνονται θεομάχοι, στερώντας τους πιστούς από μια βασική δυνατότητα για την πνευματική τελείωσή τους.Ο Ρωμαιοκαθολικισμός απορρίπτοντας την διάκριση ανάμεσα στην άκτιστη ουσία, η οποία είναι αμέθεκτη και απρόσιτη, και στην άκτιστη χάρη του Θεού, η οποία είναι προσιτή από τους ανθρώπους, άφησε στο περιθώριο τη χαρισματική παρουσία του Θεού στις εικόνες και κατά συνέπεια τον αγιαστικό χαρακτήρα των εικόνων. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους, για τους οποίους οι δυτικοί ζωγράφοι χρησιμοποιούν στα έργα τους πρότυπα άσχετα από τα εικονιζόμενα πρωτότυπα και μάλιστα πολλές φορές ηθικώς διαβεβλημένα. Πολύ σωστά ο καθηγητής Δ. Τσελεγγίδης παρατηρεί, ότι η δυτική ζωγραφική δεν αποτελεί παρακμή της πρωτοβουλίας του ζωγράφου αλλά παρεκτροπή της δυτικής θεολογίας, η οποία όμως αποτελεί έκφραση της εσφαλμένης εκκλησιαστικής ζωής της.Τέλος, ας αναφερθούμε και στον πνευματικό χαρακτήρα των αγίων εικόνων της ορθοδόξου αγιογραφίας. Το θέμα αυτό γίνεται περισσότερο αντιληπτό εαν εστιάσουμε την προσοχή μας στον σκοπό της ορθοδόξου ζωγραφικής. Η ορθόδοξη εικόνα περιγράφει την ύπαρξη του εικονιζομένου στην εσχατολογική του μορφή, εκφράζει την μακαριότητα του ανακαινισμένου εν Χριστω ανθρώπου. Όταν ερωτήθη ο αείμνηστος Φ. Κόντογλου γιατί η βυζαντινή τέχνη δεν είναι φυσική, απάντησε τα εξής: «Δεν είναι φυσική διότι δεν έχει σκοπό να εκφράσει μονάχα το φυσικό, αλλά και το υπερφυσικό».Θέλοντας, λοιπόν, η Εκκλησία να μας εισαγάγει στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού, παραμέρισε από τις άγιες εικόνες το φυσικό κάλλος, την απεικόνιση του φυσικού ανθρώπου και προσπάθησε να μας διδάξει την πραγματικότητα και την αναγκαιότητα της αγιότητας. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος αμαύρωσε αυτό το εκ Θεού γνώρισμά του. Μέσα, όμως , στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο αμαρτωλός άνθρωπος πετυχαίνει πάλι την επιστροφή του στον κόσμο της μακαριότητος του καινού ανθρώπου, στο ανακαινισμένο κατ’ εικόνα. Αυτοί οι πραγματικά σημαιοφόροι της εν Χριστώ θεώσεως είναι οι Άγιοι, οι οποίοι πέτυχαν τον αγιασμό εις το μέγιστο, κατά το δυνατόν, βαθμό. Θέλοντας, λοιπόν, η ορθόδοξη αγιογραφία να αποδώσει το αρχέγονον κάλλος μετασχηματίζει την πραγματικότητα, εικονίζει το κατ’ εικόνα – όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν - όπως κατ’ ανάλογο τρόπο το ανακαινισμένο κατ’ εικόνα εικονίζει το Λόγο του Θεού, που είναι η φυσική εικόνα του Θεού Πατέρα. Για τους παραπάνω λόγους και τα εκφραστικά μέσα της αγιογραφίας ακολούθησαν το πνεύμα της. Οι αναλογίες των σωμάτων δεν είναι φυσικές – συνήθως τα σώματα είναι επιμήκη -, διακρίνουμε έντονο το στοιχείο της ολικής σχηματοποίησης, οι οφθαλμοί είναι μεγάλοι φανερώνοντας μια βαθιά πνευματικότητα, υπάρχει έλλειψη της τρίτης διάστασης (προοπτική) ως βασικό αντινατουραλιστικό στοιχείο, χρήση του στοιχείου της λιτότητας στην σύνθεση, στα σχήματα, ως απόρροια ασκητικής διαθέσεως, αλλά και για να κυριαρχεί στην εικόνα το κεντρικό θέμα και άλλα πολλά στοιχεία, τα οποία στο σύνολό τους εκφράζουν την κατάσταση της Θείας χάριτος, την αγιότητα του προσώπου. Δυστυχώς πολλοί σημερινοί Χριστιανοί έχουν παρεξηγήσει τις ορθόδοξες εικόνες ως αφύσικες και άσχημες. Σαφώς επηρεασμένοι από τις θρησκευτικές ζωγραφιές της Δύσης, δυσκολεύονται να συλλάβουν το πνευματικό νόημα της ορθόδοξης τέχνης. Παραμερίζουν το γεγονός, ότι τα εικονιζόμενα πρόσωπα ζουν πλέον σε ένα χώρο ουράνιο και άφθαρτο, όχι σ’ αυτόν εδώ τον εφήμερο και φθαρτό και δεν ευαισθητοποιούνται από τους λόγους του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ότι «το εκ της σαρκός σαρξ εστιν», ενώ «το εκ του πνεύματος πνεύμα εστιν». Ας κλείσουμε το θέμα μας με τις εύστοχες θεολογικές παρατηρήσεις του π. Βασιλείου Ιβηρίτη: «Η εικόνα έρχεται από μακριά και οδηγεί μακριά, στην υπέρβαση της εικόνας, στην κατάσταση την πέρα από τα φαινόμενα και τα νοούμενα, πέρα από τα σύμβολα και τους εικονισμούς. Αν η εικόνα μας έκλεινε στην ίδια την εικόνα, το σχήμα, το χρώμα, την αισθητική, την ιστορία, τον κτιστό κόσμο, θα ήταν είδωλο και δεν θα άξιζε να χυθεί τόσο αίμα για την αναστήλωσή της. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Η λειτουργική εικόνα είναι συνέπεια και καρπός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και μαρτυρία, οδηγός της θεώσεως του ανθρώπου.
Αναδημοσίευση από:
Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Άγιος Λουκάς, ιατρός,αρχιεπίσκοπος Κριμαίας

Σύντομα βίντεο.Μπορείτε να δείτε ολόκληρη την ταινία στο youtube

Β΄Παρουσία

Με το προχτεσινό ευαγγέλιο αρχίζουμε τη συζήτηση μας γύρω από τη Β΄Παρουσία.

Βλέπετε τον πύρινο ποταμό;


 
Παράδεισος και Κόλαση στην Ορθόδοξη Παράδοση

Πρωτ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Την Κυριακή της Απόκρεω «μνείαν ποιούμεθα της δευτέρας και αδεκάστου παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Η φράση «μνείαν ποιούμεθα» του Συναξαρίου βεβαιώνει, ότι η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, βιώνει στη λατρεία της τη Β’ Παρουσία του Χριστού μας ως «γεγονός» και όχι ως κάτι το ιστορικά αναμενόμενο. Και αυτό, διότι με τη Θεία Ευχαριστία μεθιστάμεθα στην ουράνια βασιλεία, στη μεταϊστορία. Σ’ αυτή την προοπτική προσεγγίζεται ορθόδοξα και το θέμα: παράδεισος-κόλαση.

Στα Ευαγγέλια (Ματθ.κεφ.25) γίνεται λόγος για «βασιλεία» και «πυρ αιώνιον». Στην περικοπή αυτή, που διαβάζεται στη Λειτουργία της Κυριακής της Απόκρεω, «βασιλεία» είναι ο κατά Θεόν προορισμός του ανθρώπου. Το «πυρ» είναι «ητοιμασμένον» για τον διάβολο και τους αγγέλους του (δαίμονες), όχι διότι το θέλησε ο Θεός, αλλά διότι αυτοί δεν μετανοούν. Η «βασιλεία» είναι «ητοιμασμένη» για τους πιστούς στο θέλημα του Θεού. «Βασιλεία» (=άκτιστη δόξα) είναι ο παράδεισος, «πυρ» (αιώνιο) είναι η κόλαση («κόλασις αιώνιος»,στ.46). Στην αρχή της ιστορίας ο Θεός καλεί στον παράδεισο, στην κοινωνία με την άκτιστη Χάρη Του. Στο τέλος της ιστορίας ο άνθρωπος αντιμετωπίζει παράδεισο και κόλαση. Τι σημαίνει αυτό θα το δούμε στη συνέχεια. Σπεύδουμε όμως να πούμε, ότι είναι κεντρικότατο θέμα της πίστεως μας, λυδία λίθος του Χριστιανισμού ως Ορθοδοξίας.

1. Ο λόγος για παράδεισο και κόλαση στην Καινή Διαθήκη είναι συχνός. Στο Λουκ.23,43 ο Χριστός λέει στον ληστή: «σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω». Στο παράδεισο όμως αναφέρεται και ο ληστής λέγοντας(23.42): «μνήσθητι μου Κύριε […] εν τη βασιλεία σου». Κατά τον Βουλγαρίας Θεοφύλακτο (P.G.123,1106) «ο γαρ ληστής έστι μεν εν παραδείσω, ήτοι τη βασιλεία». Ο Απ. Παύλος (Β’Κορ. 12, 3-4) ομολογεί ότι ήδη σ’ αυτόν τον κόσμο, «ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Στην Αποκάλυψη διαβάζουμε : «Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο έστιν εν τω παραδείσω του Θεού μου» (2,7) Και ο Αρέθας Καισαρείας ερμηνεύει: «παράδεισον την μακαρίας και αιωνίζουσαν εκληπτέον ζωήν». (P.G. 106,529). Παράδεισος-αιώνιος ζωή-βασιλεία Θεού ταυτίζονται.

Για την κόλαση: Ματθ.25.46 («εις κόλασιν αιώνιον»), 25,41 (πυρ αιώνιον), 25,30 «σκότος εξώτερον», 5,22 «γέεννα πυρός». Α΄ Ιω. 4,18 («…ότι ο φόβος κόλασιν έχει»). Με όλους αυτούς τους τρόπους δηλώνεται αυτό που εννοούμε με τον όρο «κόλασις».

2. Παράδεισος και κόλαση δεν είναι δυο διαφορετικοί τόποι. Αυτή η εκδοχή είναι ειδωλολατρική. Είναι δύο διαφορετικές καταστάσεις (τρόποι), που προκύπτουν από την ίδια άκτιστη πηγή και βιώνονται ως δυο διαφορετικές εμπειρίες. Ή μάλλον είναι η ίδια εμπειρία, βιούμενη διαφορετικά από τον άνθρωπο, ανάλογα με τις εσωτερικές προϋποθέσεις του. Η εμπειρία αυτή είναι η θέα του Χριστού μέσα στο άκτιστο φως της θεότητάς Του, μέσα στη «δόξα» Του. Από τη Β’ Παρουσία και σ’ όλη την ατελεύτητη αιωνιότητα, όλοι οι άνθρωποι θα βλέπουν τον Χριστό στο άκτιστο φως Του. Και τότε «εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάσταστιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιω.5.29). Ενώπιον του Χριστού χωρίζονται οι άνθρωποι («πρόβατα» και «ερίφια», δεξιά και αριστερά Του). Διακρίνονται δηλαδή σε δύο ομάδες. Αυτούς που βλέπουν τον Χριστό ως παράδεισο («υπέρκαλον αγλαΐαν») και αυτούς που Τον βλέπουν ως κόλαση («πυρ καταναλίσκον», Εβρ.12,29).

Παράδεισος και κόλαση είναι η ίδια πραγματικότητα. Αυτό δείχνει ο εικονισμός της Β΄ Παρουσίας. Από τον Χριστό απορρέει ένας ποταμός, φωτεινός ως χρυσίζον φως, στο άνω μέρος, όπου βρίσκονται οι άγιοι και ποταμός πύρινος στο κάτω μέρος, όπου βρίσκονται οι δαίμονες και οι αμετανόητοι («οι μηδέποτε μετανοήσαντες», όπως λέγει ένα τροπάριον των Αίνων της ημέρας). Γι’ αυτό στο Λουκ. 2,34 λέγεται περί του Χριστού ότι «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών». Ο Χριστός γίνεται σε άλλους μεν, όσους Τον δέχθηκαν και ακολούθησαν την προτεινόμενη από Αυτόν θεραπεία της καρδιάς, ανάστασις στην αιώνια ζωή Του και σ’ όλους που Τον απέρριψαν, πτώση και κόλαση.

Πατερικές μαρτυρίες: Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (Κλίμαξ) λέγει, ότι το άκτιστο φως του Χριστού είναι «πυρ καταναλίσκον και φωτίζον φως». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Ε.Π.Ε 11,498) παρατηρεί: «Ούτος, φησί, βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι Αγίω και πυρί· τω φωτιστικώ δηλονότι και κολαστικώ, κατ’ αξίαν εκάστου της εαυτού διαθέσεως κομιζομένου το κατάλληλον». Και αλλού (Συγγράμματα, εκδ. Χρήστου, Β’ σ.145): Το φως του Χριστού «ει δ’ εν ον, τοις πάσιν μεθεκτόν, ου ενιαίως, αλλά διαφόρως μετέχεται…».

Συνεπώς, παράδεισος και κόλαση δεν είναι απλώς ανταμοιβή και τιμωρία (καταδίκη), αλλά ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε καθένας μας τη θέα του Χριστού, ανάλογα με την κατάσταση της καρδιάς μας. Ο Θεός ουσιαστικά, δεν τιμωρεί, μολονότι για παιδαγωγικούς λόγους και στη Γραφή γίνεται λόγος για τιμωρία. Όσο πνευματικότερος γίνεται κανείς, τόσο ορθότερα κατανοεί τη γλώσσα της Γραφής και της παραδόσεώς μας. Η κατάσταση του ανθρώπου (καθαρός-ακάθαρτος, μετανοημένος-αμετανόητος) συντελεί στο να δεχόμεθα το Φως του ως παράδεισο ή κόλαση.

3. Το ανθρωπολογικό πρόβλημα στην Ορθοδοξία είναι, πώς ο άνθρωπος θα βλέπει αιώνια τον Χριστό ως παράδεισο και όχι ως κόλαση. Πώς θα μετέχει, δηλαδή, στην ουράνια και αιώνια «βασιλεία» Του. Και εδώ φαίνεται η διαφορά του Χριστιανισμού ως Ορθοδοξίας από τα διάφορα θρησκεύματα. Τα τελευταία υπόσχονται κάποια «ευδαιμονία» και μάλιστα μετά θάνατον. Η Ορθοδοξία δεν είναι ζήτηση ευδαιμονίας, αλλά θεραπεία από την αρρώστια της θρησκείας, όπως συνεχώς κηρύσσει πατερικά ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Η Ορθοδοξία είναι ένα ανοικτό νοσοκομείο μέσα στην ιστορία («ιατρείον πνευματικόν» κατά τον Ι. Χρυσόστομο), που προσφέρει τη θεραπεία της καρδίας (κάθαρση) για να προχωρήσει κανείς στον «φωτισμό» της από το Άγιο Πνεύμα και τελικά να φθάσει στη «θέωση», τον μοναδικό προορισμό του ανθρώπου. Αυτή η πορεία, όπως πληρέστατα έχουν περιγράψει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης και ο Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος (Βλάχος), είναι η θεραπεία του ανθρώπου, όπως την βιώνουν όλοι οι Άγιοι μας.

Η ζωή στο σώμα του Χριστού (στην Εκκλησία) αυτό το νόημα έχει. Αυτός είναι ο λόγος υπάρξεως της Εκκλησίας. Σ’ αυτό αποβλέπει όλο το λυτρωτικό έργο του Χριστού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Δ’ Ομιλία περί Β’ Παρουσίας) λέγει, ότι η προαιώνια βουλή του Θεού για τον άνθρωπο είναι να «χωρήσαι την μεγαλειότητα της θείας βασιλείας». Να φθάσει ο άνθρωπος στη θέωση. Αυτός είναι ο σκοπός της δημιουργίας. Και συνεχίζει : «Αλλά και η θεία και απόρρητος κένωσις, η θεανδρική πολιτεία, τα σωτήρια πάθη, τα μυστήρια πάντα (δηλαδή όλο το επί γης έργο του Χριστού) δια τούτο το τέλος (σκοπό) προμηθώς (προνοητικώς) και πανσόφως προωκονόμηται».

4.Σημασία όμως έχει, ότι δεν ανταποκρίνονται όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτή την πρόσκληση του Χριστού και γι’ αυτό δεν μετέχουν όλοι κατά τον ίδιο τρόπο στην άκτιστη δόξα Του. Αυτό διδάσκεται από τον Χριστό στην παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου (Λουκ, κεφ. 16). Ο άνθρωπος αρνείται την προσφορά του Χριστού, γίνεται εχθρός του Θεού και απορρίπτει την προσφερόμενη από τον Χριστό σωτηρία (Αυτό είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, διότι εν Αγίω Πνεύματι δεχόμεθα την κλήση του Χριστού). Αυτοί είναι οι «μηδέποτε μετανοήσαντες» του ύμνου. Ο Θεός «ουδέποτε εχθραίνει», παρατηρεί ο Ι. Χρυσόστομος, εμείς γινόμασθε εχθροί Του (εχθραίνομεν), Τον απορρίπτουμε. Ο αμετανόητος άνθρωπος δαιμονοποιείται, επειδή αυτός το επιλέγει. Ο Θεός δεν το θέλει αυτό. Γρηγόριος Παλαμάς: «…ου γαρ εμόν εστί τούτο προηγούμενον θέλημα, ουκ εις τούτο υμάς εποίησα, ουκ εφ’ υμάς ητοίμασα την πυράν· δια τους αμετάβλητον έχοντας της κακίας την έξιν δαίμονας προανκαύθη το άσβεστον πυρ, οις υμάς συνήψεν η κατ’ εκείνους αμετανόητος γνώμη». «Αυθαίρετος (=εκούσια) εστίν η μετά των πονηρών αγγέλων συμβίωσις» (όπ.π) Είναι δηλαδή ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου.

Πλούσιος και Λάζαρος βλέπουν την ίδια πραγματικότητα, τον Θεό στο άκτιστο φως Του. Ο πλούσιος φθάνει στην Αλήθεια, στη θέα του Χριστού, αλλά δεν μπορεί να μετάσχει σ’ αυτήν, όπως ο Λάζαρος. Ο Λάζαρος «παρακαλείται» (παρηγορείται), εκείνος όμως «οδυνάται» (βασανίζεται). Ο λόγος του Χριστού «έχουσι Μωσέα και τους προφήτας», για αυτούς που είναι ακόμη στον κόσμο αυτό, σημαίνει ότι όλοι είμεθα αδικαιολόγητοι. Διότι υπάρχουν οι Άγιοι, που έχουν την εμπειρία της θεώσεως και μας καλούν να ενταχθούμε στον τρόπο της δικής τους ζωής και να φθάσουμε στη θέωση, όπως εκείνοι. Άρα, οι κολαζόμενοι, όπως ο πλούσιος, είναι αδικαιολόγητοι.

Η στάση προς τον συνάνθρωπο δείχνει την εσωτερικότητα του ανθρώπου και για αυτό είναι το κριτήριο της Κρίσεως κατά τη Β’ Παρουσία (Ματθ. Κεφ. 25). Δεν σημαίνει ότι, παραθεωρείται η πίστη, η πιστότητα του ανθρώπου στον Χριστό. Αυτή προϋποτίθεται, διότι η στάση απέναντι στον άλλο δείχνει, αν έχουμε Θεό μέσα μας ή όχι(πρβλ ανάλογες φράσεις στην ποτισμένη από την ορθοδοξία γλώσσα μας: ο αθεόφοβος· δεν έχει Θεό μέσα του…) Οι πρώτες Κυριακές του Τριωδίου στρέφονται γύρω από τη στάση μας απέναντι στον συνάνθρωπο. Την πρώτη Κυριακή ο Φαρισαίος (φαινομενικά ευσεβής) δικαιώνει (αγιοποιεί) τον εαυτό του και απορρίπτει (εξουθενώνει) τον Τελώνη. Την β’ Κυριακή ο «πρεσβύτερος» αδελφός (επανάληψη του ευσεβοφανούς Φαρισαίου) λυπείται για την επιστροφή (σωτηρία) του αδελφού του. Φαινομενικά ευσεβής και αυτός, είχε νόθο ευσέβεια, που δεν γεννούσε αγάπη. Την γ’ Κυριακή (Απόκρεω) η στάση αυτή φθάνει στο κριτήριο της αιώνιας ζωής μας.

5. Η εμπειρία του παραδείσου ή της κολάσεως είναι υπέρ λόγον και αίσθησιν. Είναι άκτιστη πραγματικότητα και όχι κτιστή. Οι Φράγκοι έπλασαν τον μύθο, ότι και ο παράδεισος και η κόλαση είναι κτιστές πραγματικότητες. Μύθος είναι, ότι οι κολαζόμενοι δεν θα βλέπουν τον Θεό, ως και ο λόγος περί απουσίας του Θεού. Οι Φράγκοι επίσης εξέλαβαν το πυρ της κολάσεως ως κτιστό (π.χ. ο Δάντης). Η ορθόδοξη παράδοση μένει πιστή στη Γραφή, ότι και οι κολασμένοι θα βλέπουν τον Θεό (π.χ. ο πλούσιος της παραβολής), αλλά ως «πυρ καταναλίσκον». Οι Φράγκοι σχολαστικοί δέχθηκαν την κόλαση ως τιμωρία και στέρηση της λογικής ενοράσεως της θείας ουσίας. Βιβλικά όμως και πατερικά κόλαση είναι η αποτυχία του ανθρώπου και η άρνησή του να συνεργασθεί με τη Θεία Χάρη, για να φθάσει στη «φωτιστική» θέα του Θεού (παράδεισος) και στην ανιδιοτελή αγάπη (πρβλ. Α’ Κορ. 13.8: «ου ζητεί τα εαυτής»). Δεν υπάρχει συνεπώς απουσία Θεού, παρά μόνο παρουσία Του. Γι’ αυτό είναι φρικτή η Β’ Παρουσία («Ω ποία ώρα τότε…», ψάλλουμε στους Αίνους). Είναι πραγματικότητα αδιάψευστη, στην οποία είναι μόνιμα προσανατολισμένη η Ορθοδοξία («προσδοκώ ανάσταστιν νεκρών…»). Οι κολαζόμενοι, όσοι έχουν πώρωση καρδίας, όπως οι Φαρισαίοι (Μαρκ. 3,5: «εν τη πωρώσει της καρδίας αυτών») βλέπουν αιώνια το πυρ ως σωτηρία! Διότι η κατάστασή τους δεν επιδέχεται άλλη μορφή σωτηρίας. «Τελειούνται» και αυτοί, φθάνουν στο «τέλος» της πορείας τους, αλλά μόνο οι δίκαιοι τελειώνονται σωζόμενοι. Εκείνοι τελειώνονται κολαζόμενοι. Σωτηρία γι' αυτούς είναι η κόλαση, αφού στη ζωή της επεδίωξαν μόνο την ευδαιμονία. Ο πλούσιος της παραβολής «απήλαυσε τα αγαθά του». Ο Λάζαρος υπέμεινε αγόγγυστα «τα κακά». Αυτό εκφράζει ο Απ. Παύλος (Α΄ Κορ. 3,13-15): «Εκάστου το έργον, οποίον εστί το πυρ αυτό δοκιμάσει. Ει τίνος του έργον μένει, ο επωκοδόμησεν, μισθόν λήψεται· ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός». Δίκαιοι και αμετανόητοι περνούν από το άκτιστο «πυρ» της θείας παρουσίας. Ο ένας όμως περνά αλώβητος, ο δε άλλος καίγεται. «Σώζεται», αλλά όπως περνά κανείς μέσα από τη φωτιά. Ο Ευθύμιος Ζιγαβινός (ιβ’ αι.) παρατηρεί σχετικά: «Πυρ τον Θεόν ως φωτίζοντα μεν και λαμπρύνοντα τους καθαρούς, φλογίζοντα δε και σκοτίζοντα τους ρυπαρούς». Και ο Θεοδώρητος Κύρου για το «σωθήσεται» γράφει: «σωθήσεται δια πυρός και αυτός δοκιμαζόμενος», όπως δηλαδή περνά κανείς μέσα από τη φωτιά. Αν έχει κάλυμμα κατάλληλο δεν καίγεται, διαφορετικά «σώζεται» μεν, αλλά τσουρουφλισμένος!

Το πυρ της κολάσεως, συνεπώς, δεν έχει σχέση με το φραγκικό «πουργατόριο» (καθαρτήριο), ούτε κτιστό είναι, ούτε τιμωρία, ούτε κάποια ενδιάμεση κατάσταση. Μια τέτοια θεώρηση είναι μετάθεση της ευθύνης στον Θεό. Η ευθύνη είναι όλη δική μας, αποδοχή ή απόρριψη της προσφερόμενης από τον Θεό σωτηρίας (θεραπείας). Ο «πνευματικός θάνατος» είναι η θέα του ακτίστου φωτός, της θείας δόξης, ως πυρός, φωτιάς. Ο άγιος Ι. Χρυσόστομος, στον Θ’ Λόγο του στην Α’ Κορινθ. Σημειώνει: «αθάνατος η κόλασις…οι αμαρτάνοντες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον. Το δε «κατακαήσεται», τουτ’ έστιν, ουκ οίσει (δεν θα αντέξει) του πυρός την ρώμην». Και συνεχίζει: «Ο δε λέγει (δηλαδή ο Παύλος), τούτο εστιν· ουχί και αυτός ούτως απολείται, ως τα έργα, εις το μηδέν χωρών(=στην ανυπαρξία), αλλά μένει εν τω πυρί. Σωτηρία γουν το πράγμα καλεί… Και γαρ και ημίν έθος λέγειν «εν τω πυρί σώζεται», περί των μη κατακαιομένων ευθέως υλών».

Οι σχολαστικές αντιλήψεις-ερμηνείες, που μέσω του έργου του Δάντη (Κόλαση) πέρασαν και στο δικό μας χώρο, έχουν συνέπειες που φθάνουν σε ειδωλολατρικές εκδοχές. Π.χ. ο χωρισμός παραδείσου-κολάσεως, ως δυο διαφορετικών τόπων. Αυτό γίνεται λόγω της μη διακρίσεως κτιστού και ακτίστου. Επίσης η άρνηση της αιωνιότητας της κολάσεως, με την έννοια της «αποκαταστάσεως» των πάντων ή με την έννοια του «καλού Θεού» (Bon Dieu). Ο Θεός είναι όντως «αγαθός» (Ματθ. 8,17), αφού προσφέρει σωτηρία σ’ όλους. «Πάντας θέλει σωθήναι…» (Α’ Τιμ. 2,4). Είναι φοβερός όμως ο λόγος του Χριστού μας, που ακούεται στις κηδείες: «Ου δύναμαι απ’ εμαυτού ποιείν ουδέν· καθώς ακούω κρίνω και η κρίσις η εμή δικαία εστίν» (Ιω. 5.30). Πλαστή είναι εξάλλου και η έννοια της «θεοδικίας», που εφαρμόζεται σ’ αυτή την περίπτωση. Όλα ανάγονται τελικά στον Θεό (θα σώσει ή θα κολάσει), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η «συνέργεια» ως παράγων σωτηρίας. Σωτηρία είναι δυνατή μόνο στα όρια συνεργίας-συνεργασίας του ανθρώπου με τη Θεία Χάρη. Κατά τον Ι. Χρυστόστομο, «Το πλέον, σχεδόν δε το παν, του Θεού εστίν, ημίν δε μικρόν τι αφήκεν». Αυτό το «τι» είναι η αποδοχή της προσκλήσεως του Θεού. Ο ληστής σώθηκε «βαλών κλείδα το, μνήσθητί μου»! Ειδωλολατρική είναι και η αντίληψη για Θεό οργιζόμενο κατά του αμαρτωλού, ενώ ο Θεός, όπως είδαμε. «ουδέποτε εχθραίνει». Αυτή είναι δικανική αντίληψη για τον Θεό, που οδηγεί και στην εκδοχή των «επιτιμίων» στην εξομολόγηση ως ποινών και όχι ως φαρμάκων (θεραπευτικών μέσων).

6. Το μυστήριο παραδείσου-κολάσεως βιώνεται και στη ζωή της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Στα μυστήρια πραγματοποιείται μέθεξη του πιστού στη Χάρη, για να ενεργοποιηθεί η Χάρη στη ζωή μας με την εν Χριστώ πορεία μας. Κυρίως δε στη Θ. Ευχαριστία το άκτιστο, η θεία κοινωνία, γίνεται μέσα μας ή παράδεισος ή κόλαση, ανάλογα με την κατάστασή μας. Κυρίως η μετοχή στη θεία κοινωνία είναι μετοχή στον παράδεισο ή την κόλαση μέσα στην ιστορία. Γι' αυτό συνδέεται η μετοχή στη θεία κοινωνία με την όλη πνευματική πορεία του πιστού. Όταν προσερχόμεθα ακάθαρτοι και αμετανόητοι, κολαζόμασθε (καιόμεθα). Γίνεται δε μέσα μας η Θεία Κοινωνία «κόλαση» και «πνευματικός θάνατος». Όχι διότι μεταβάλλεται σε κάτι τέτοιο φυσικά, αλλά διότι η ακαθαρσία μας δεν μπορεί να τη δεχθεί ως "παράδεισο" Δεδομένου δε ότι η θεία κοινωνία ονομάζεται «φάρμακον αθανασίας» (άγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, β’ αι..), συμβαίνει ακριβώς ό,τι και με ένα φάρμακο. Αν ο οργανισμός μας δεν έχει προϋποθέσεις να το δεχθεί, τότε παρενεργεί το φάρμακο και αντί να θεραπεύει, σκοτώνει. Όχι διότι ευθύνεται αυτό, αλλά η κατάσταση του οργανισμού μας. Πρέπει δε να λεχθεί, ότι αν δεν δεχθούμε τον χριστιανισμό ως θεραπευτική διαδικασία και τα μυστήρια ως φάρμακα πνευματικά, τότε οδηγούμεθα στη θρησκειοποίηση του χριστιανισμού, δηλαδή στην ειδωλολατρικοποίησή του. Και αυτό δυστυχώς γίνεται συχνότατα, όταν νοούμε τον χριστιανισμό ως «θρησκεία».

Η παρούσα ζωή εξάλλου, αξιολογείται από το φως του διδύμου παραδείσου/ κολάσεως. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνη αυτού» συνιστά ο Χριστός μας (Ματθ .6.33). «Προς ετέρου βίου παρασκευήν άπαντα πράττομεν…» λέγει ο Μ. Βασίλειος στους Νέους (κεφ.3) Η ζωή μας πρέπει να είναι διαρκής προετοιμασία για τη μετοχή στον «παράδεισο», δηλαδή στην κοινωνία με το Άκτιστο (πρβλ. Ιωάν. 17.3) Και αυτό αρχίζει ήδη στον κόσμο αυτό. Γι’ αυτό λέγει ο απ. Παύλος: «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β’ Κορ 6.2). Κάθε στιγμή της ζωής μας έχει σωτηριολογική σημασία. Ή κερδίζουμε την αιωνιότητα, την αιώνια κοινωνία με τον Θεό, ή τη χάνουμε. Γι' αυτό τα ανατολικά θρησκεύματα και λατρείες που κηρύσσουν μετενσαρκώσεις, αδικούν τον άνθρωπο. Διότι μεταθέτουν το πρόβλημα σε άλλες (ανύπαρκτες φυσικά) ζωές. Μία ζωή όμως υπάρχει, στην οποία ή σωνόμαστε ή χανόμαστε. Γι’ αυτό συνεχίσει ο Μ. Βασίλειος: «α μεν ουν αν συντελή προς τούτον (=τον βίον) ημίν, αγαπάν τε και διώκειν παντί σθένει χρήναι φαμέν, τα δε ουκ εξικνούμενα προς εκείνον, ως ουδενός άξια παροράν». Αυτό είναι το κριτήριο του χριστιανικού βίου. Ο Χριστιανός επλέγει συνεχώς ό,τι συντελεί στη σωτηρία του. Σ’ αυτή τη ζωή κερδίζουμε τον παράδεισο ή τον χάνουμε και καταλήγουμε στην κόλαση. Γι’ αυτό λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης : «Ο πιστεύων εις αυτόν ου κρίνεται· ο μη πιστεύων ήδη κέκριται, ότι μη πεπίστευκεν εις το όνομα του μονογενούς υιού του Θεού» (3,18)

Έργο της Εκκλησίας, συνεπώς, δεν είναι να «στέλνει» στον παράδεισο ή στην κόλαση, αλλά να ετοιμάζει τον άνθρωπο για την τελική κρίση. Το έργο του Κλήρου είναι θεραπευτικό και όχι ηθικολογικό-ηθικοπλαστικό, με την κοσμική έννοια του όρου. Η ουσία της εν Χριστώ ζωής διατηρείται στα μοναστήρια, όταν είναι φυσικά ορθόδοξα, δηλαδή πατερικά. Σκοπός της προσφερόμενης από την Εκκλησία θεραπείας δεν είναι η δημιουργία «χρηστών» πολιτών και κατ’ ουσίαν ευχρήστων, αλλά πολιτών της ουράνιας (άκτιστης) βασιλείας. Αυτοί είναι οι Ομολογητές και οι Μάρτυρες, οι αληθινοί πιστοί, οι Άγιοι.

Έτσι όμως ελέγχεται και η ιεραποστολή μας. Πού καλούμε; Στην Εκκλησία-Νοσοκομείο/ Θεραπευτήριο ή σε μια ιδεολογία, που ονομάζεται χριστιανική; Αντί για θεραπεία ζητούμε συνήθως εξασφάλιση θέσεως στον «παράδεισο». Γι’ αυτό ασχολούμεθα με τελετές και όχι με θεραπεία. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια απόρριψη της λατρείας. Αλλά χωρίς άσκηση (ασκητικό βίο, πράξη θεραπείας) ή λατρείας δεν μπορεί να μας αγιάσει. Μένει ανενέργητη μέσα μας η απορρέουσα από αυτήν χάρη. Η Ορθοδοξία δεν υπόσχεται ότι στέλνει τον άνθρωπο σε κάποιο παράδεισο ή σε κάποια κόλαση, αλλά έχει τη δύναμη, όπως φαίνεται στα άφθαρτα και θαυματουργικά λείψανα των Αγίων της (αφθαρσία= θέωση), να προετοιμάσει τον άνθρωπο, ώστε να βλέπει αιώνια την Άκτιστη Χάρη και Βασιλεία του Χριστού ως παράδεισο και όχι ως κόλαση.





Ένα απόσπασμα από ένα πολύ σημαντικό κείμενο με τον τίτλο "Πύρινος ποταμός" είναι το παρακάτω:

17. Νομίζω ότι μέχρι τώρα φτάσαμε στο σημείο να κατανοήσουμε ακριβώς τι είναι αιώνια κόλαση και τι αιώνιος παράδεισος και ποιος είναι πραγματικά υπεύθυνος γι’ αυτή τη διαφορά. Στην εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας βλέπουμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό καθήμενο επί θρόνου. Στα δεξιά του βλέπουμε τους φίλους του, τους ευλογημένους άνδρες και γυναίκες που έζησαν με την αγάπη Του. Αριστερά Του βλέπουμε τους εχθρούς Του, όλους αυτούς που τον μισούσαν στη ζωή τους, ακόμα και αν εμφανίζονταν ευλαβείς και θεοσεβείς. Κι εκεί, στη μέση αυτών των δύο, βλέπουμε έναν πύρινο ποταμό να πηγάζει από το θρόνο του Χριστού και να έρχεται προ εμάς. Τι είναι αυτός ο πύρινος ποταμός; Είναι όργανο βασανισμού; Είναι μια ενέργεια εκδίκησης που έρχεται από το Θεό για να εξαφανίσει τους εχθρούς του; Όχι, τίποτα απ’ όλα αυτά. Ο πύρινος αυτός ποταμός είναι εκείνος ο αρχαίος που «εκπορεύεται εξ Εδέμ ποτίζειν τον παράδεισον» (Γεν. β΄ 10). Είναι ο ποταμός της χάρης του Θεού, που πότιζε τους αγίους του Θεού από την αρχή. Με μια λέξη, είναι το ξεχείλισμα της αγάπης του Θεού για τα πλάσματά Του. Η αγάπη είναι φωτιά. Όποιος αγαπάει το γνωρίζει αυτό. Ο Θεός είναι Αγάπη. Επομένως, ο Θεός είναι Φωτιά. Και η φωτιά καταναλώνει όλους εκείνους που δεν είναι οι ίδιοι φωτιά και κάνει λαμπερούς και φωτεινούς, όλους εκείνους που είναι οι ίδιοι φωτιά (παράβ. Εβρ. ιβ΄ 29). Πολλές φορές ο Θεός εμφανίστηκε σαν φωτιά: στον Αβραάμ, στο Μωυσή στη φλεγόμενη βάτο, στο λαό του Ισραήλ, δείχνοντάς τους στην έρημο το δρόμο, σαν μια πύρινη στήλη τη νύχτα και σα φωτεινή νεφέλη την ημέρα, όταν κάλυπτε τη σκηνή του μαρτυρίου με τη δόξα Του (Έξοδος, μ΄ 28,32), και όταν έβρεχε φωτιά στην κορυφή του όρους Σινά. Ο Θεός αποκαλύφθηκε σαν φωτιά στο όρος της Μεταμορφώσεως και είπε ότι ήρθε «βαλείν πύρ επί την γήν» (Λουκ. ιβ΄ 49), δηλαδή αγάπη, γιατί όπως λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος «η αγάπη είναι πηγή πυρός» (ομιλία λ΄ 18). Ο Έλληνας συγγραφέας Φώτης Κόντογλου έλεγε κάπου ότι «η πίστη είναι φωτιά και δίνει θερμότητα στην καρδιά. Το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε στα κεφάλια των αποστόλων εν είδει πυρίνων γλωσσών. Οι δύο μαθητές, σα φανερώθηκε σ’ αυτούς ο Κύριος, είπανε: «πώς δεν κάηκε η καρδιά μας τότε που μας μιλούσε στον δρόμο που περπατούσαμε μαζί Του!» Την πίστη την παρομοιάζει ο Χριστός με «λύχνον καιόμενον» Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος έλεγε στο κήρυγμά του πως ο Χριστός θα βάφτιζε τους ανθρώπους «εν Πνεύματι Αγίω και πυρί». Κι αληθινά, ο Κύριος έλεγε: «Φωτιά ήρθα να βάλω στη γή, και τι θέλω άλλο αν άναψε;» Λοιπόν το πιο χειροπιαστό γνώρισμα της πίστεως είναι η θέρμη. Γι’ αυτό λέγεται και «θερμή πίστις», θερμουργός πίστις. Και όπως το γνώρισμα της πίστεως είναι η θέρμη, το σίγουρο γνώρισμα της αμαρτίας είναι η ψύχρα. Θέλεις να καταλάβεις έναν άνθρωπο αν πιστεύει ή αν είναι άπιστος; Αν νοιώσεις θέρμη να βγαίνει απ’ αυτόν, από τα μάτια του, από τα λόγια του, από τα φερσίματά του, να είσαι βέβαιος πως έχει πίστη στην καρδιά του. Αν νοιώσεις πάλι ψύχρα να βγαίνει απ’ όλο το είναι του θα πει πως δεν έχει πίστη, και ας λέει ό,τι θέλει. Μπορεί να κάνει γονυκλισίες, να γέρνει το κεφάλι του ταπεινά, να λέει ηθικολογίες με σιγανή φωνή, όλα αυτά θα βγάζουνε μια παγερή πνοή που έρχεται απάνω σου και σε παγώνει κι εσένα». Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέει ότι «παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού, στην οποία υπάρχει η τρυφή όλων των μακαρισμών» και ότι «το ξύλο της ζωής είναι η αγάπη του Θεού». «Μη πλανάσθε, λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Θεός είναι φωτιά και όταν ήρθε στον κόσμο και έγινε άνθρωπος, έβαλε φωτιά στη γη, όπως λέει και ο ίδιος. Η φωτιά αυτή περιτριγυρίζει, ζητώντας να βρει ύλη, δηλαδή γνώμη και προαίρεση αγαθή, για να πέσει μέσα σ’ αυτή και ν’ ανάψει^ και σ’ αυτούς που θα ανάψει η φωτιά αυτή υψώνεται σε μεγάλη φλόγα και φθάνει μέχρι τον ουρανό... (η φωτιά αυτή) πρώτα μας καθαρίζει τελείως από το μολυσμό των παθών και μετά γίνεται μέσα μας τροφή και πιοτό και φωτισμός και χαρά και μας κάνει κι εμάς φως κατά μέθεξη, γιατί μετέχουμε σ’ εκείνο το φως» (Λόγος οη΄).

Ο Θεός είναι φλόγα αγάπης. Και είναι φλόγα αγάπης για όλους, καλούς ή κακούς. Υπάρχει όμως μεγάλη διαφορά στον τρόπο που δέχονται οι άνθρωποι αυτή τη φλόγα αγάπης του Θεού. Ο άγιος Βασίλειος λέει ότι «το πύρινο ξίφος τοποθετήθηκε στην αυλή του Παραδείσου για να προφυλάσσει την προσέγγιση προ το δέντρο της ζωής. Ήταν φοβερό και πύρινο προ τους άπιστους, αλλά καλό και προσιτό προ τους πιστούς, φέρνοντάς τους το φως της ημέρας. Η ίδια φλόγα αγάπης φέρνει την ημέρα σε κείνους που ανταποκρίνονται στην αγάπη με αγάπη και καίει εκείνους που ανταποκρίνονται στην αγάπη με μίσος.

Παράδεισος και κόλαση είναι ο ένας και ίδιος ποταμός του Θεού, μια φλόγα αγάπης που αγκαλιάζει και καλύπτει όλους με την ίδια ευεργετική θέληση, χωρίς καμιά διαφορά ή διάκριση. Το ίδιο ζωοποιό νερό, είναι αιώνια ζωή για τους πιστούς και αιώνιος θάνατος για τους απίστους. Για τους πρώτους είναι στοιχείο ζωής, για τους δεύτερους είναι όργανο αιώνιας ασφυξίας. Παράδεισος για τον ένα, κόλαση για τον άλλο. Μη το θεωρείτε περίεργο. Ο γιός που αγαπά τον πατέρα του θα αισθάνεται ευτυχισμένος στα χέρια του, αν όμως δεν τον αγαπά, το τρυφερό αγκάλιασμα του πατέρα του θα είναι γι’ αυτόν μαρτύριο. Γι’ αυτό, επίσης, το να αγαπάμε εκείνον που μας μισεί, έχει παρομοιαστεί με το να ρίχνουμε άνθρακα πυρός και καυτή στάχτη στο κεφάλι του. «Λέω δε, γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ότι οι κολαζόμενοι στη γέεννα τιμωρούνται με τη μάστιγα της αγάπης του Θεού... Είναι άτοπο να πιστεύει κανείς ότι οι αμαρτωλοί στην κόλαση στερούνται την αγάπη του Θεού. Γιατί η αγάπη του Θεού, που είναι απότοκος της γνώσης γι’ Αυτόν, δίνεται αδιάκριτα σε όλους, αλλά ενεργεί κατά δύο τρόπους: τους μεν αμαρτωλούς κολάζει, τους δε δίκαιους ευφραίνει».

Ο Θεός είναι αγάπη. Αν πιστεύουμε πραγματικά την αλήθεια αυτή, γνωρίζουμε ότι ο Θεός ποτέ δε μισεί, ποτέ δε τιμωρεί, ποτέ δεν εκδικείται. Όπως λέει ο αββάς Αμμωνάς, «η αγάπη δε μισεί ποτέ και κανένα, ποτέ δε κατακρίνει κανένα, δεν καταδικάζει, δε λυπεί, δεν αποστρέφεται κανένα, πιστό ή άπιστο ή ξένο ή αμαρτωλό ή μοιχό ή ακάθαρτο, αλλά αντίθετα εκείνους που αγαπά περισσότερο είναι ακριβώς οι αμαρτωλές και αδύνατες και αμελείς ψυχές και για τις οποίες αισθάνεται πόνο και λυπάται και κλαίει και νοιώθει συμπάθεια για τους κακούς και αμαρτωλούς περισσότερο από τους καλούς, μιμούμενη το Χριστό που κάλεσε τους αμαρτωλούς και έφαγε και ήπιε μαζί τους. Γι’ αυτό το λόγο, διδάσκοντας τι είναι πραγματική αγάπη, είπε: «γίνεσθε ούν οικτίρμονες καθώς και ο πατήρ ημών ο εν τοις ουρανοίς», και όπως βρέχει επί πονηρούς και αγαθούς και ανατέλλει τον ήλιο επί δικαίους και αδίκους, έτσι είναι και αυτός που έχει πραγματική αγάπη και συμπάθεια και προσεύχεται για όλους».

18. Αν τώρα κάποιος μπερδεύεται και δεν μπορεί να καταλάβει πώς είναι δυνατό η αγάπη του Θεού να καταστήσει κάποιον αξιοθρήνητα δυστυχισμένο και πονεμένο, ακόμα και καιόμενο, σα μέσα σε φλόγες, ας αναλογιστεί το μεγαλύτερο αδελφό του ασώτου υιού. Δεν ήταν μέσα στο κτήμα του πατέρα του; Ο ίδιος ο πατέρας του δε βγήκε να τον παρακαλέσει και να τον ικετεύσει να έρθει και να λάβει μέρος στη χαρούμενη γιορτή; Τι τον έκανε δυστυχισμένο και τον έκαιγε με εσωτερική πικρία και μίσος; Ποιος του αρνήθηκε τίποτα; Γιατί δε χάρηκε με την επιστροφή του αδελφού του; Γιατί δεν είχε αγάπη, είτε προ τον πατέρα του, είτε προ τον αδελφό του; Δεν ήταν από την κακή εσωτερική του διάθεση; Δεν παράμεινε στην κόλαση από αυτή την αιτία; Και τι ήταν αυτή η κόλαση; Ήταν κάποιος ξεχωριστός τόπος; Υπήρχαν όργανα βασανισμού; Δε συνέχισε να ζει στο σπίτι του πατέρα του; Τι τον ξεχώρισε από όλους τους χαρούμενους ανθρώπους του σπιτιού, εκτός απ’ το μίσος του και την πικρία του; Μήπως ο πατέρας του ή ακόμα και ο αδελφός του σταμάτησαν να τον αγαπούν; Δεν ήταν αυτή ακριβώς η αγάπη που σκλήραινε όλο και περισσότερο την καρδιά του; Δεν ήταν η χαρά, που τον έκανε λυπημένο; Δεν έκαιγε το μίσος την καρδιά του, μίσος για τον πατέρα του και τον αδελφό του, μίσος για την αγάπη του πατέρα του προς τον αδελφό του και για την αγάπη του αδελφού του προ τον πατέρα του; Αυτή είναι κόλαση, η άρνηση της αγάπης. Η ανταπόδοση μίσους στην αγάπη. Πικρία στη θέα μιας αθώας χαράς. Το να περιβάλλεσαι από αγάπη και να έχεις στην καρδιά σου μίσος. Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία ζουν αιώνια, όλοι οι καταδικασμένοι. Όλοι τους αγαπιούνται τρυφερά. Όλοι τους είναι προσκαλεσμένοι στη χαρούμενη γιορτή. Όλοι τους ζουν στη Βασιλεία του Θεού, στην Καινή Γή και στους Καινούς Ουρανούς. Κανένας δεν τους διώχνει. Ακόμα και αν ήθελαν ν’ απομακρυνθούν δε θα μπορούσαν να δραπετεύσουν από τη Νέα Κτίση του Θεού, ούτε να κρυφτούν από την τρυφερή αγάπη της πανταχού παρουσίας του Θεού. Η μόνη τους εναλλακτική λύση ίσως θα ήταν ν’ απομακρυνθούν από τους αδελφούς τους και ν’ αναζητήσουν μια πικρή μοναξιά, αλλά δε θα μπορούσαν να ξεφύγουν από το Θεό και την αγάπη Του. Κι αυτό που είναι το πιο τρομερό είναι ότι σ’ αυτή την αιώνια ζωή, σ’ αυτή τη Νέα Κτίση, ο Θεός είναι το παν για τα πλάσματά Του. Όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «σ’ αυτή τη ζωή τα πράγματα με τα οποία έχουμε σχέση είναι πολυάριθμα^ για παράδειγμα: χρόνος, αέρας, τόπος, τροφή και νερό, ενδυμασία, ηλιακό φώς, τεχνητό φώς και άλλες ανάγκες της ζωής, κανένα από τα οποία, όσα και νάναι, δεν είναι Θεός. Η ευλογημένη εκείνη κατάσταση στην οποία ελπίζουμε δεν έχει ανάγκη κανένα από αυτά τα πράγματα, αλλά ο Θεός θα   είναι όλα και αντί για όλα σε μας, μοιράζοντας τον εαυτό Του κατ’ αναλογία σε κάθε ανάγκη αυτής της ύπαρξης. Είναι επίσης σαφές από την Αγία Γραφή ότι ο Θεός, σ’ αυτούς που το αξίζουν, γίνεται τόπος και οικία και ένδυμα και τροφή και πιοτό και φώς και πλούτος και βασιλεία και οτιδήποτε περνάει από τη σκέψη που μπορεί να κάνει τη ζωή μας χαρούμενη».

Στη νέα αιώνια ζωή ο Θεός θα είναι το παν για τα πλάσματά Του, όχι μόνο στους καλούς, αλλά και στους κακούς, όχι μόνο σ’ αυτούς που τον αγαπούν αλλά και σε κείνους που τον μισούν. Πώς όμως, εκείνοι που τον μισούν, θα υποφέρουν να δέχονται τα πάντα από τα χέρια Εκείνου που απεχθάνονται; Ω, τι αιώνιο βάσανο είναι αυτό, τι αιώνια φωτιά, τι τριγμός των οδόντων! «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι» στην αιώνια εσωτερική φωτιά του μίσους, είπε ο Κύριος, γιατί διψούσα για την αγάπη σας και δε μου τη δώσατε, πεινούσα για την ευτυχία σας και δε μου την προσφέρατε, φυλακίστηκα στην ανθρώπινη φύση μου και δε με επισκεφθήκατε στην Εκκλησία μου. Είστε ελεύθεροι να πάτε όπου επιθυμεί η κακή σας προαίρεση, μακριά από μένα, στο βασανιστικό μίσος της καρδιάς σας, που είναι ξένο στη δική μου καρδιά, που αγαπάει και δε γνωρίζει μίσος για κανένα. Πορεύεσθε ελεύθερα από την αγάπη, στην αιώνια κόλαση του μίσους, άγνωστη και ξένη σε μένα και σε κείνους που είναι μαζί μου, προετοιμασμένη από την ελευθερία για το διάβολο, από την ημέρα που δημιούργησα τα ελεύθερα, λογικά πλάσματά μου. Αλλά οπουδήποτε και αν πάτε, στο σκοτάδι των γεμάτων μίσος καρδιών σας, η αγάπη μου θα σάς ακολουθεί σαν πύρινος ποταμός, γιατί ό,τι και αν έχει εκλέξει η καρδιά σας, είστε και θα συνεχίσετε αιώνια να είστε παιδιά μου.

Αμήν


Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ



Ευχή Αγίου Εφραίμ του Σύρου

Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῷς.

Πνεῦμα δὲ ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.

Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.



Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
από το βιβλίο του  Alexander Schmemann
ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΠορεία προς το Πάσχα        ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ
      Ανάμεσα σʹ όλες τις προσευχές και τους ύμνους της Μεγάλης Σαρακοστής μια σύντομη προσευχή μπορεί να oνομαστεί η προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Η Παράδοση την αποδίδει σ' έναν από τους μεγάλους δασκάλους της πνευματικής ζωής, τον γιο Εφραίμ το Σύρο. Να τα κείμενο της προσευχής:
Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, και αργολογίας μη μοι δως.
Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής, και αγάπης χάρισε μοι τω σω δούλω.
Ναι Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου˙ ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Τούτη η προσευχή λέγεται δύο φορές στο τέλος κάθε ακολουθίας της Μεγάλης Σαρακοστής από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή (δεν τη λέμε το Σάββατο και την Κυριακή, όπως θα δούμε και πιο κάτω, γιατί οι ακολουθίες αυτές τις δύο μέρες δεν έχουν το τυπικό της Σαρακοστής). Την πρώτη φορά λέγοντας την προσευχή κάνουμε μια μετάνοια σε κάθε αίτηση. Έπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «ελέησαν με τον αμαρτωλόν». Ολόκληρη η προσευχή επαναλαμβάνεται με μια τελική μετάνοια στο τέλος της προσευχής.
Γιατί αυτή η σύντομη και απλή προσευχή κατέχει μια τόσο σημαντική θέση στην όλη λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής; Διότι απαριθμεί, μʹ ένα μοναδικό τρόπο, όλα τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία της μετάνοιας και αποτελεί, θα λέγαμε, ένα «κανόνα ελέγχου» του προσωπικού μας αγώνα στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτός ο αγώνας σκοπεύει πρώτα απ' όλα στην απελευθέρωσή μας από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους ακόμα και για να κάνουμε αρχή στροφής στο Θεό.
Η βασική ασθένεια είναι η αργία. Είναι η παράξενη εκείνη τεμπελιά και η παθητικότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας που πάντα μας σπρώχνει προς τα «κάτω» μάλλον παρά προς τα «πάνω» και που διαρκώς μας πείθει ότι δεν είναι δυνατό νʹ αλλάξουμε και επομένως δε χρειάζεται να επιθυμούμε την αλλαγή. Είναι ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός που σε κάθε πνευματική πρόκληση απαντάει με το «γιατί;» και καταντάει τη ζωή μας μια απέραντη πνευματική φθορά. Αυτή είναι η ρίζα όλης της αμαρτίας γιατί δηλητηριάζει κάθε πνευματική ενεργητικότητα στην πιο βαθιά της πηγή.
Το αποτέλεσμα της «αργίας», είναι η λιποψυχία. Είναι μια κατάσταση δειλίας που όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη θεώρησαν το μεγαλύτερο κίνδυνο της ψυχής. Η λιποψυχία, η αποθάρρυνση, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να βλέπει καθετί καλό ή θετικό! Είναι η αναγωγή των πάντων στον αρνητισμό και στην απαισιοδοξία. Είναι στʹ αλήθεια μια δαιμονική δύναμη μέσα μας γιατί ο Σατανάς είναι βασικά ένας ψεύτης. Ψιθυρίζει ψευτιές στον άνθρωπο για το Θεό και για τον κόσμο˙ γεμίζει τη ζωή με σκοτάδι και αρνητισμό. Η λιποψυχία είναι η αυτοκτονία της ψυχής, γιατί όταν ο άνθρωπος κατέχεται απ' αυτή είναι εντελώς ανίκανος να δει το φως και να τα επιθυμήσει.
Πνεύμα φιλαρχίας! φαίνεται παράξενο πως η αργία και η λιποψυχία είναι ακριβώς εκείνα που γεμίζουν τη ζωή μας με τον πόθο της φιλαρχίας. Μολύνοντας όλη μας την τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, κάνοντας την άδεια και χωρίς νόημα, μας σπρώχνουν νʹ αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα άλλα πρόσωπα. Αν η ζωή μου δεν είναι προσανατολισμένη προς το Θεό, αν δεν σκοπεύει σε αιώνιες αξίες, αναπόφευκτα θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι γίνονται τα μέσα για τη δική μου αυτοϊκανοποίηση. Αν ο Θεός δεν είναι ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής μου», τότε το εγώ μου γίνεται ο κύριος και δεσπότης μου, γίνεται το απόλυτο κέντρο του κόσμου μου και αρχίζω να εκτιμώ καθετί με βάση τις δικές μου ανάγκες, τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου επιθυμίες και τις δικές μου κρίσεις. Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται η βασική μου αμαρτία στις σχέσεις με τις άλλες υπάρξεις, γίνεται μια αναζήτηση υποταγής τους σε μένα. Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να εκφράζεται η φιλαρχία μου σαν έντονη ανάγκη να διατάζω και να κηδεμονεύω τους «άλλους». Μπορεί επίσης να εκφράζεται και σαν αδιαφορία, περιφρόνηση, έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας και σεβασμού. Και είναι ακριβώς η «αργία», μαζί με τη «λιποψυχία» που απευθύνονται αυτή τη φορά προς τους άλλους. Έτσι συμπληρώνεται η πνευματική αυτοκτονία με την πνευματική δολοφονία.
Τέλος είναι η αργολογία. Απ' όλα γενικά τα δημιουργήματα μόνον ο άνθρωπος προικίστηκε με το χάρισμα του λόγου. Όλοι οι Πατέρες βλέπουν σʹ αυτό το χάρισμα την ακριβή «σφραγίδα» της Θείας εικόνας στον άνθρωπο γιατί ο ίδιος ο Θεός αποκαλύφτηκε σαν Λόγος (Ιωάν. 1,1). Αλλά όντας ο λόγος το ύψιστο δώρο, έτσι είναι και ο ισχυρότερος κίνδυνος. Όπως είναι η κυρίαρχη έκφραση του ανθρώπου, το μέσο για την προσωπική του πλήρωση, για τον ίδιο λόγο, είναι και το μέσο για την πτώση του, για την αυτοκαταστροφή του, για την προδοσία και την αμαρτία. Ο λόγος σώζει και ο λόγος σκοτώνει, ο λόγος εμπνέει και ο λόγος δηλητηριάζει. Ο λόγος είναι το μέσο της Αλήθειας αλλά είναι και μέσο για το δαιμονικό ψέμα. Έχοντας μια βασικά θετική δύναμη ο λόγος, έχει ταυτόχρονα και μια τρομακτικά αρνητική. Ο λόγος δηλαδή δημιουργεί θετικά ή αρνητικά. Όταν αποσπάται από τη Θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του γίνεται αργολογία. Ενισχύει την αργία, τη λιποψυχία και τη φιλαρχία και μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση. Γίνεται η κυρίαρχη δύναμη της αμαρτίας.
Αυτά τα τέσσερα σημεία είναι οι αρνητικοί «στόχοι» της μετάνοιας. Είναι τα εμπόδια που πρέπει να μετακινηθούν. Αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα μετακινήσει. Ακριβώς γιʹ αυτό και το πρώτο μέρος της προσευχής αυτής είναι μια κραυγή από τα βάθη της καρδιάς του αβοήθητου ανθρώπου. Στη συνέχεια η προσευχή κινείται στους θετικούς σκοπούς της μετάνοιας που πάλι είναι τέσσερις.
Σωφροσύνη! Αν δεν περιορίσουμε - πράγμα που συχνά και πολύ λαθεμένα γίνεται - την έννοια της λέξης «σωφροσύνη» μόνο στη σαρκική σημασία της, θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν τα θετικό αντίστοιχο της λέξης «αργία». «Αργία» πρώτα απ' όλα, είναι η αδράνεια, το σπάσιμο της διορατικότητας και της ενεργητικότητας μας, η ανικανότητα να βλέπουμε καθολικά, σφαιρικά. Επομένως αυτή η ολότητα είναι το εντελώς αντίθετο από την αδράνεια. Αν συνηθίζουμε με τη λέξη σωφροσύνη να εννοούμε την αρετή την αντίθετη από τη σαρκική διαφθορά είναι γιατί ο διχασμένος χαρακτήρας μας, πουθενά άλλου δεν φαίνεται καλύτερα παρά στη σαρκική επιθυμία, που είναι αλλοτρίωση του σώματος από τη ζωή και τον έλεγχο του πνεύματος. Ο Χριστός επαναφέρει την «ολότητα» (τη σωφροσύνη) μέσα μας και το κάνει αυτά αποκαθιστώντας την αληθινή κλίμακα των άξιων, με το να μας οδηγεί πίσω στο Θεό.
Ο πρώτος και υπέροχος καρπός της σωφροσύνης είναι η ταπεινοφροσύνη. Ήδη έχουμε μιλήσει γιʹ αυτή. Πάνω απ' όλα είναι η νίκη της αλήθειας μέσα μας, η απομάκρυνση του ψεύδους μέσα στο οποίο συνήθως ζούμε. Μόνη η ταπεινοφροσύνη είναι άξια της αλήθειας∙ μόνο μʹ αυτή δηλαδή μπορεί κανείς να δει και να δεχτεί τα πράγματα όπως είναι και έτσι να δει το Θεό, το μεγαλείο Του, την καλοσύνη Του και την αγάπη Του στο καθετί. Να γιατί, όπως ξέρουμε, ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».
Μετά τη σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, κατά φυσικό τρόπο, ακολουθεί η υπομονή. Ο «φυσικός» ή «πεπτωκώς» άνθρωπος είναι ανυπόμονος, γιατί είναι τυφλός για τον εαυτό του, και βιαστικός στο να κρίνει και να καταδικάσει τους άλλους. Με διασπασμένη, ατελή και διαστρεβλωμένη γνώση των πραγμάτων που έχει, μετράει τα πάντα με βάση τις δικές του προτιμήσεις και τις δικές του ιδέες. Αδιαφορεί για τον καθένα γύρω του εκτός από τον εαυτό του, θέλει η ζωή του να είναι πετυχημένη τώρα, αυτή τη στιγμή. Υπομονή, βέβαια, είναι μια αληθινά θεϊκή αρετή. Ο Θεός είναι υπομονετικός όχι γιατί είναι «συγκαταβατικός» αλλά γιατί βλέπει το βάθος όλων των πραγμάτων, γιατί η εσωτερική πραγματικότητα τους, την οποία εμείς με την τυφλότητα μας δεν μπορούμε να δούμε, είναι ανοιχτή σʹ Αυτόν. Όσο πιο κοντά ερχόμαστε στο Θεό τόσο περισσότερο υπομονετικοί γινόμαστε και τόσο πιο πολύ αντανακλούμε αυτή την απέραντη εκτίμηση για όλα τα όντα, πράγμα που είναι η κύρια ιδιότητα του Θεού.
Τέλος, το αποκορύφωμα και ο καρπός όλων των αρετών, κάθε καλλιέργειας και κάθε προσπάθειας, είναι η αγάπη. Αυτή η αγάπη που, όπως έχουμε πει, μπορεί να δοθεί μόνο από το Θεό, είναι το δώρο που αποτελεί σκοπό για κάθε πνευματική προετοιμασία και άσκηση.
Όλα αυτά συγκεφαλαιώνονται στην τελική αίτηση της προσευχής του Αγίου Εφραίμ με την οποία ζητάμε: «...δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου...». Εδώ τελικά δεν υπάρχει παρά μόνο ένας κίνδυνος: η υπερηφάνεια.  Υπερηφάνεια είναι η πηγή του κάκου και όλο το κακό είναι η υπερηφάνεια. Παρʹ όλα αυτά δεν είναι αρκετό για μένα να βλέπω τα «εμά πταίσματα» γιατί ακόμα και αυτή η φαινομενική αρετή μπορεί να μετατραπεί σε υπερηφάνεια. Τα πατερικά κείμενα είναι γεμάτα από προειδοποιήσεις για την ύπουλη μορφή ψευτοευσέβειας η οποία στην πραγματικότητα με το κάλυμμα της ταπεινοφροσύνης και της αυτομεμψίας μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματικά δαιμονική υπερηφάνεια. Αλλά όταν βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα και δεν κατακρίνουμε τους αδελφούς μας, όταν με άλλα λόγια, η σωφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη, η υπομονή και η αγάπη γίνονται ένα σε μας, τότε και μόνο τότε ο αιώνιος εχθρός - η υπερηφάνεια - θʹ αφανιστεί μέσα μας.
Μετά από κάθε αίτηση στην προσευχή τούτη κάνουμε μια μετάνοια (γονυκλισία). Οι μετάνοιες δεν περιορίζονται στην προσευχή του Αγίου Εφραίμ αλλά αποτελούν ένα από τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά ολόκληρης της λατρείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Εδώ πάντως το νόημά τους αποκαλύπτεται περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού.
Στη συνεχή και δύσκολη προσπάθεια της πνευματικής ανάρρωσης, η Εκκλησία δεν ξεχωρίζει την ψυχή από το σώμα. Ο όλος άνθρωπος απομακρύνθηκε από το Θεό∙ ο όλος άνθρωπος πρέπει να ανορθωθεί, ο όλος άνθρωπος πρέπει να γυρίσει. Η καταστροφή της αμαρτίας υπάρχει όταν νικάει η σάρκα - το ζωώδες, το παράλογο, η σαρκική επιθυμία μέσα μας - τα πνευματικό και το θείο. Αλλά τα σώμα είναι δοξασμένο, το σώμα είναι άγιο, τόσο άγιο που ο ίδιος ο Θεός «σαρξ εγένετο». Η σωτηρία και η μετάνοια, επομένως, δεν είναι η περιφρόνηση του σώματος ούτε η παραμέλησή του, αλλά είναι αποκατάσταση του σώματος στην πραγματική του λειτουργικότητα που είναι η έκφραση και η ζωή του πνεύματος, ο ναός της ανεκτίμητης ανθρώπινης ψυχής. Η χριστιανική ασκητική είναι αγώνας όχι κατά αλλά υπέρ του σώματος. Γιʹ αυτό το λόγο ο όλος άνθρωπος - ψυχή και σώμα - μετανοεί. Το σώμα παίρνει μέρος στην προσευχή της ψυχής καθώς αυτή προσεύχεται μέσα στο σώμα και δια του σώματος. Έτσι οι γονυκλισίες, τα «ψυχοσωματικά» δείγματα της μετάνοιας, της ταπεινοφροσύνης, της λατρείας και της υπακοής, είναι μια ιεροτελεστία κατʹ εξοχήν της Μεγάλης Σαρακοστής.

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

Κίνδυνοι της Εξωσωματικής Γονιμοποίησης

Κίνδυνοι της Εξωσωματικής Γονιμοποίησης

Πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητο να γίνουν κατανοητά μερικά θέματα σχετικά με την υπογονιμότητα και τις έρευνες που έχουν γίνει σε αυτόν τον τομέα για να μπορέσετε, αφενός να κατανοήσετε τους πιθανούς κινδύνους που ενέχονται όταν γίνεται χρήση τεχνικών εξωσωματικής γονιμοποίησης, και αφετέρου, να εκτιμήσετε την εναλλακτική δυνατότητα που σας δίνεται να αποκτήσετε το παιδί που τόσο επιθυμείτε χωρίς να υποθηκεύσετε τη μελλοντική υγεία, τη δική σας ή/και του παιδιού σας, και να βάλετε τη ζωή σας σε κίνδυνο.

Από την Χάδλα – Σκαρλάτου Παναγιώτα Βιολόγος, Γενετική και Μοριακή Βιολογία MSc Systemic Biology:

«Οι κίνδυνοι της Εξωσωματικής Γονιμοποίησης, που κανείς δε θα σας τους πει!»

«Τα τελευταία δέκα χρόνια, πάνω από το 6% των παιδιών που γεννιούνται στην Ευρώπη προέρχονται από την εφαρμογή κάποιας μεθόδου υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF, in vitro Fertilization) αποτελεί την πιο συνηθισμένη μέθοδο Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής. Εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά με επιτυχία στον άνθρωπο το 1978. Η εξωσωματική γονιμοποίηση, όπως υποδηλώνει και το ίδιο το επίθετο, είναι η γονιμοποίηση έξω από το σώμα. Αντί δηλαδή το σπερματοζωάριο να γονιμοποιεί ένα ωάριο στο φυσικό του περιβάλλον, που είναι η σάλπιγγα της γυναίκας, η γονιμοποίηση γίνεται στο εργαστήριο. Ουσιαστικά παρακάμπτεται η συγκεκριμένη λειτουργία του οργανισμού, όταν, για διαφόρους λόγους, αυτή δεν μπορεί να γίνει στο σώμα.

Η εξωσωματική γονιμοποίηση ξεκινάει με τον προκαταρκτικό έλεγχο του ζευγαριού, που περιλαμβάνει για τη γυναίκα ορμονικό έλεγχο, υπέρηχο μήτρας και ωοθηκών, δοκιμασία εικονικής εμβρυομεταφοράς και σε παθολογικές καταστάσεις υστεροσκόπηση, ενώ για τους άνδρες απαιτείται σπερμοδιάγραμμα. Σε δεύτερο στάδιο ακολουθεί η διέγερση των ωοθηκών προς παραγωγή πολλών ώριμων ωαρίων. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται ειδική ορμονική θεραπεία. Με υπερηχογραφική και αιματολογική εξέταση παρακολουθείται η διέγερση των ωοθηκών και προσδιορίζονται τα επίπεδα των ορμονών αντίστοιχα. Το τέταρτο στάδιο κατέχει η ωοληψία και η εκτίμηση των ωαρίων. Εν συνεχεία πραγματοποιείται η γονιμοποίηση. Το 60-70% των ωαρίων γονιμοποιούνται επιτυχώς. Ακολουθεί εμβρυομεταφορά (τοποθέτηση των εμβρύων που προκύπτουν από την εξωσωματική γονιμοποίηση στην ενδομητρική κοιλότητα). Δύο εβδομάδες αργότερα με εξέταση αίματος προσδιορίζονται τα επίπεδα της β-χοριακής γοναδοτροπίνης για τη διαπίστωση της επιτυχίας της θεραπείας.

Τι κινδύνους εγκυμονεί η μέθοδος για τη γυναίκα και τα παιδιά; Γνωρίζουμε πιθανές επιπλοκές;
Σύνδρομο Υπερδιέγερσης των Ωοθηκών: Το Σύνδρομο Υπερδιέγερσης των Ωοθηκών (ΣΥΩ) μπορεί να προκληθεί, γιατί όπως υποδηλώνει και το όνομά του, τα φάρμακα που χορηγούνται κατά τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης, διεγείρουν τις ωοθήκες, ώστε να στρατολογήσουν και να ωριμάσουν πολλά ωοθυλάκια, με στόχο να ληφθούν πολλά ώριμα ωάρια. Το ΣΥΩ εκδηλώνεται στο 5% του συνόλου των γυναικών που εντάσσονται σε προγράμματα εξωσωματικής γονιμοποίησης. Ανάλογα με τη βαρύτητα των συμπτωμάτων διακρίνεται σε ελαφράς, μέτριας και σοβαρής μορφής. Η σοβαρή μορφή του συνδρόμου έχει παρατηρηθεί περισσότερο σε γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες. Τα συμπτώματα είναι διόγκωση και πόνος στην κοιλιά, πόνος στο στομάχι, τάση για έμετο, αύξηση του σωματικού βάρους και ελαττωμένη αποβολή ούρων. Σπάνια σε σοβαρότερες μορφές μπορεί να υπάρξει δυσχέρεια στην αναπνοή, λιποθυμική τάση και διαταραχές των αιματολογικών και βιοχημικών παραμέτρων. Τότε απαιτείται νοσηλεία στο νοσοκομείο για παρακολούθηση και θεραπεία.

Καρκίνος: τα φάρμακα που χορηγούνται στην IVF επιτυγχάνουν την ανάπτυξη πολλών ωοθυλακίων, άρα την ανάπτυξη και ωρίμανση πολλών ωαρίων. Τα ωοθυλάκια που αναπτύσσονται εκκρίνουν ικανές ποσότητες οιστρογόνων, περισσότερες απ’ όσες εκκρίνονται στο φυσιολογικό κύκλο. Θεωρητικά τα αυξημένα αυτά οιστρογόνα θα μπορούσαν να συσχετιστούν με εμφάνιση ή επιτάχυνση της αύξησης οιστρογονοεξαρτόμενων όγκων, όπως είναι ο καρκίνος του μαστού. Λίγες μελέτες μέχρι τώρα έχουν προσπαθήσει να διερευνήσουν τη συσχέτιση του καρκίνου του μαστού με τα φάρμακα υπογονιμότητας που προκαλούν υπεροιστρογοναιμία στη γυναίκα. Η ανάλυση των μελετών ασθενών-μαρτύρων, που περιλάμβαναν μεγάλο αριθμό γυναικών με καρκίνο μαστού και υγιών γυναικών, έδειξε συσχέτιση μεταξύ φαρμάκων υπογονιμότητας και κίνδυνο για καρκίνο μαστού στις γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου μαστού. Επίσης, παρατηρήθηκε αυξημένος κίνδυνος στις γυναίκες με μακροχρόνια χρήση γοναδοτροπινών (περισσότεροι από 6 κύκλοι εξωσωματικής γονιμοποίησης). Για το λόγο όμως ότι υπάρχουν πολλές αξιόλογες αντικρουόμενες έρευνες, κρίνεται απαραίτητη η περαιτέρω μελέτη των γυναικών που ανήκουν στις ανωτέρω κατηγορίες, για να αποδειχτεί ότι αυξάνονται οι πιθανότητές τους να νοσήσουν.

Εξωμήτριος κύηση: Εξωμήτριος κύηση είναι η εγκατάσταση του εμβρύου σε θέση εκτός της κοιλότητας της μήτρας (συνήθως στη σάλπιγγα). Μπορεί να συμβεί μετά από αυτόματη σύλληψη σε ποσοστό 1-1,5%. Το ποσοστό στα προγράμματα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είναι μεγαλύτερο και η κατάσταση αντιμετωπίζεται με λαπαροσκοπική χειρουργική επέμβαση.

Πολύδυμη κύηση: Οι μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και τα προγράμματα εξωσωματικής γονιμοποίησης συνοδεύονται από αυξημένα ποσοστά πολυδύμων κυήσεων. Συνήθως, οι δίδυμες κυήσεις δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα. Τα προβλήματα είναι πιο συχνά και σοβαρά στις πολύδυμες κυήσεις και αφορούν την υγεία της μητέρας και την πιθανότητα πρώιμων και πρόωρων τοκετών. Τα χειρότερα, αν και σπάνια, επακόλουθα του πρώιμου τοκετού είναι οι εγκεφαλικές αιμορραγίες που συνδέονται με εγκεφαλική παράλυση.

Εγκεφαλική παράλυση: Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ποσοστά της εγκεφαλικής παράλυσης είναι υψηλότερα (περίπου διπλάσια σύμφωνα με έρευνα του Παν/μίου του Aarhus στη Δανία) μεταξύ των παιδιών που προήλθαν από εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) σε σύγκριση με εκείνα που προέρχονται από φυσική σύλληψη.

Μεταβολές γονιδιώματος: Τo DNA των εμβρύων που συλλαμβάνονται με εξωσωματική γονιμοποίηση διαφέρει από εκείνο των υπόλοιπων παιδιών (Έρευνα Σαπιέντσα). Οι επιστήμονες εντόπισαν διαφορές στο 10% των γονιδίων που μελέτησαν. Το γεγονός αυτό, υπογραμμίζουν, δίνει μία λογική εξήγηση γιατί τα μωρά από εξωσωματική τείνουν να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο γέννησης με πολύ μικρό βάρος, προβλήματα υγείας και σπάνιες μεταβολικές διαταραχές. Οι μεταβολές στα γονίδια προκαλούνται από τον μηχανισμό που τα ενεργοποιεί και τα απενεργοποιεί (επιγενετική). Άλλοι επιφανείς γενετιστές προειδοποιούν ότι τα μωρά που προέρχονται από εξωσωματική γονιμοποίηση κινδυνεύουν να εμφανίσουν σοβαρές παθήσεις (διαβήτη, υπέρταση, καρκίνο) κατά την ενήλικη ζωή τους και τονίζουν ότι μέχρι την ηλικία των 50 ετών τα άτομα αυτά θα πρέπει να ελέγχονται προληπτικά, ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

Η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και η έλλειψη κανονιστικού σχεδίου από τις αρχές της εφαρμογής της είναι οι κύριες αιτίες που δεν ελαχιστοποιήθηκαν οι κίνδυνοι για τα «παιδιά του σωλήνα» και τις μητέρες τους. Πρόσφατη σχετική έρευνα δείχνει ότι αυξήθηκε το ποσοστό των πολύδυμων κυήσεων, όταν το φυσιολογικό ποσοστό διδύμων είναι 1/127 κυήσεις. Καταγράφηκε διπλασιασμός των αποβολών, τριπλασιασμός των όψιμων εμβρυικών θανάτων, πενταπλασιασμός της εξωμήτριας κύησης, υπερδιπλασιασμός της πιθανότητας γέννησης λιποβαρούς βρέφους (<2.500gr), διπλάσιες πιθανότητες για εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών και 17πλάσιες πιθανότητες εκτοπικής εγκυμοσύνης με κατεψυγμένα έμβρυα. Άλλη έρευνα (δημοσιεύτηκε στο “British Journal of Obstetrics and Gynaecology”) υποστηρίζει ότι στην εξωσωματική γονιμοποίηση αυξάνεται από 51% σε 56% η πιθανότητα γέννησης αγοριού, ενώ στην μικρογονιμοποίηση (ή ενδοκυτταροπλασματική – ενδοωαριακή τοποθέτηση σπερματοζωαρίου) η πιθανότητα γέννησης αγοριού είναι 49%, έναντι 51% στις γέννες με φυσικό τρόπο. Η αναλογία αγοριών-κοριτσιών σε ένα πληθυσμό μεταβάλλεται διαχρονικά λόγω διαφόρων εξωτερικών παραγόντων (φυσικές καταστροφές, πόλεμοι κλπ). Η νέα μελέτη δείχνει ότι, με την πρόοδο της επιστήμης και τεχνολογίας, η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή αποτελεί ένα πρόσθετο παράγοντα που επιδρά σε αυτή την αναλογία ανάμεσα στα δύο φύλα».