Η εικόνα της Ανάστασης

Οι εικόνες δεν είναι διακοσμητικά αντικείμενα στην Εκκλησία. Εκφράζουν, όπως και οι ύμνοι, τη διδα...

Θεία Λειτουργία στα αγγλικά

Θεία Λειτουργία στα αγγλικά

Η προετοιμασία του Λειτουργού και του προσφόρου

Η ακολουθία της προσκομιδής Γενικά τινα περί της Προσκομιδής Η ιερά τελετή της Προσκομιδής τελείται ιδιαιτέρως υπό του λειτουργού ιερέως,...

Καταστροφικές λατρείες

Ναι μεν έχουμε ανεξιθρησκεία, όμως οι "Καταστροφικές λατρείες" δεν είναι μια θρησκεία.Γιατί; Σκεφτήτε λίγο αν ξέρετε κάποια γεγον...

Κύπρος η Νήσος Αγίων

Go to Blogger edit html and find these sentences.Now replace these sentences with your own descriptions.

Προετοιμασία για Θεία Κοινωνία

Η στροφή της ψυχής κάθε γνήσιου πιστού όλη την εβδομάδα είναι προς την Κυριακή, ιδιαίτερα προς τη θεία Λειτουργία της Κυριακής.

Και κάθε εορταστική περίοδο της Εκκλησίας μας η ψυχή προσμένει την ημέρα της εορτής, που λαμπρύνεται με την τέλεση της θείας Λειτουργίας.

Με θεία Λειτουργία γιορτάζουμε και την ιερή μνήμη κάθε αγίου. Η θεία Λειτουργία είναι το κέντρο της ζωής μας. Εκεί είναι η ίδια η ζωή μας, η κοινωνία του Θεού, η συνάντηση με τον Κύριο, που είναι η ζωή μας.

Η φιλόθεη ψυχή δεν έχει κάτι άλλο περισσότερο να την συγκινεί και να την ενδιαφέρει. Ο κόσμος της θείας Λειτουργίας είναι ο κόσμος της, στα λόγια της θείας Λειτουργίας ανακαλύπτει τη γλώσσα της, στην ατμόσφαιρά της αναπνέει, στην υπερκόσμια λάμψη της φωτίζεται, στην εσχατολογική προοπτική της μεταμορφώνεται. Η «βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» είναι η διαρκής απόλαυσή της και συγχρόνως η πιο έντονη προσδοκία της. Όταν μάλιστα ετοιμάζεται ο πιστός να προσέλθει στο Ποτήριο της Ζωής και να κοινωνήσει τα άχραντα Μυστήρια, τότε, κατά την αδιάψευστη υπόσχεση του Κυρίου, οι προσδοκώμενες δωρεές του μέλλοντος γίνονται οι συγκλονιστικές και υπερφυείς πραγματικότητες του παρόντος: «O τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (Ιωάν. στ’ 54). Όποιος κοινωνεί συνειδητά, από αυτόν ακόμη τον κόσμο «έχει ζωὴν αἰώνιον». Η αιώνιος ζωή επομένως δεν είναι μόνον υπόθεση του μέλλοντος, είναι και κατάσταση του παρόντος. Δεν είναι μόνον αναμενόμενη, είναι και παρούσα. Η βασιλεία του Θεού δεν είναι μόνο στους ουρανούς, είναι και «ἐντὸς ὑμῶν» (Λουκ. ιζ’ 21).

Για να απολαμβάνουμε όμως αυτή την ύψιστη δωρεά της θείας Λειτουργίας και να αποκομίζουμε τα πλούσια οφέλη από τη συμμετοχή μας στη θεία Κοινωνία, χρειάζεται και από μέρους μας κάποια έντονη προσπάθεια και επιμελημένη φροντίδα. Ο Θεός μας δίνει το παν. Πρέπει όμως και μεις κάτι να κάνουμε προκειμένου να το απολαύσουμε. Πρέπει να είμαστε σε ανάλογη κατάσταση, ώστε να δεχθούμε τη χάρη, να δεχθούμε τον χαριτοδότη Κύριο και να Του δώσουμε τη δυνατότητα να εργασθεί στα βάθη της ψυχής μας το υπερφυές έργο Του.

Θα δούμε στη συνέχεια την προετοιμασία την οποία πρέπει να κάνουμε προκειμένου να απολαμβάνουμε την υπερκόσμια χαρά της θείας Λειτουργίας και να αποκομίζουμε μεγάλη ωφέλεια από την ακατάκριτη προσέλευσή μας στη θεία Κοινωνία.

Μελέτη του Μυστηρίου
Η συμμετοχή μας στη θεία Λειτουργία δεν είναι μια υποχρέωση ή καλή συνήθεια. Δεν είναι ούτε η αναγκαία επιτέλεση ενός τυπικού θρησκευτικού καθήκοντος ή η εκπλήρωση ενός χρέους απέναντι στον Θεό. Όπως είπαμε, είναι η ζωή μας. Για το λόγο αυτό, το προσδοκώμενο Γεγονός πρέπει να συγκλονίζει την ύπαρξή μας, να απασχολεί πολύ και να συγκινεί βαθιά την ψυχή μας. Να κερδίζει πρώτα-πρώτα τις σκέψεις μας, να απασχολεί τη διάνοιά μας.

Σ’ αυτό πολύ βοηθεί η αποφυγή των περισπασμών του κόσμου. Το Σάββατο, ή όποια άλλη μέρα είναι παραμονή της συμμετοχής μας στη θεία Λειτουργία, μάλιστα κατά τις τελευταίες ώρες της ημέρας, όταν πλησιάζει πια το βράδυ, να αφήσουμε κατά το δυνατόν τις πιεστικές ενασχολήσεις με τα προβλήματα της καθημερινότητος, με τα ζητήματα του μάταιου κόσμου, που πολύ συχνά μας απορροφούν ολοκληρωτικά. Ας σβήσουν τώρα τα νέα, οι ειδήσεις του κόσμου, που εντυπωσιάζουν ή επηρεάζουν αρνητικά, θορυβούν και ταράζουν την ψυχή μας. Να εξασφαλίζουμε λίγες στιγμές ηρεμίας, να βρούμε λίγο χρόνο, να ησυχάσει το πνεύμα μας και να αδειάσει από τις εντυπώσεις της πολυθόρυβης ζωής μας, ώστε απερίσπαστοι να προσηλωθούμε σ’ αυτό που πρόκειται να γίνει την άλλη μέρα.

Πολύ βοηθεί στην εσωτερική αυτή πνευματική εργασία η σιωπή. Να κατασιγάσουν οι φωνές και οι θόρυβοι του μάταιου και απατηλού κόσμου. Να ζωντανέψει στην ψυχή μας ο αληθινός κόσμος του Θεού.

Ο νους τότε μπορεί πιο εύκολα να απασχολείται, να προσηλώνεται σ’ αυτό που περιμένουμε. Καθαρεύει έτσι και από τους αμαρτωλούς λογισμούς, που τον μολύνουν και καθιστούν ένοχο τον άνθρωπο, ανάξιο να προσέλθει στα ιερά Μυστήρια.

Γενικά, κάθε προσπάθεια προσεγγίσεως και κοινωνίας του Θεού απαιτεί την ησυχία. «Σχολάσατε καὶ γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ θεός», μας λέγει ο ίδιος Κύριος (Ψαλμ. με’ 11). Για να πετύχουμε τη γνώση του Θεού, την εμπειρία, την αίσθηση του Θεού, πρέπει να «σχολάσουμε», να ησυχάσουμε από την κουραστική και συχνά εξουθενωτική για την ψυχή μας ενασχόληση με τα πράγματα του κόσμου. Μέσα σ’ αυτή την ησυχία μπορούμε να δούμε καθαρότερα το πρόσωπο του Θεού και να εμβαθύνουμε στο μεγαλείο του μυστηρίου Του.

Πολύ μας βοηθεί και η σχετική μελέτη. Υπάρχουν πολλά πνευματικά βιβλία που αναλύουν το βαθύτερο νόημα της θείας Λειτουργίας, τους διάφορους συμβολισμούς της, τη δομή της, τους λόγους που απαγγέλουν οι ιερείς και τους ύμνους που ψάλλουν οι χοροί των ψαλτών.

Η μελέτη των βιβλίων αυτών μας προετοιμάζει κατάλληλα και μας κατανύσσει, συγχρόνως δε προσφέρει πολλές χρήσιμες γνώσεις, οι οποίες διδάσκουν και συγκινούν την ψυχή και στρέφουν το νου στα αναμενόμενα.

Επιμελής εξέταση του εαυτού μας
Να μελετούμε λοιπόν το μεγαλείο της θείας Λειτουργίας. Συγχρόνως να προχωρούμε και στη μελέτη του εαυτού μας, στην έρευνα της ψυχής μας, στην εξέταση της πνευματικής μας καταστάσεως. Να κατανοούμε τη μικρότητά μας, να σκεπτόμαστε με μετάνοια και συντριβή τα βάρη των αμαρτιών που διαπράξαμε. Και να αναλογιζόμαστε τι είναι αυτό το τρισμέγιστο Μυστήριο, πόσο άγιο και ιερό, και πόσο μικροί και αμαρτωλοί εμείς που ετοιμαζόμαστε να το προσεγγίσουμε.

«Δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτὸν καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω», συμβουλεύει ο απόστολος Παύλος. Να εξετάζει ο κάθε άνθρωπος με προσοχή τον εαυτό του, να μελετά σε ποια κατάσταση πνευματική βρίσκεται. Και αφού κάνει αυτή την εξέταση, τότε να προσέρχεται και να τρώγει από τον καθαγιασμένο άρτο της θείας Ευχαριστίας και να πίνει από το άγιο Ποτήριο. «Ο γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει  καὶ πίνει». Εκείνος που μεταλαμβάνει τα Τίμια Δώρα ανάξια, τρώγει και πίνει κατάκριμα και καταδίκη στον εαυτό του, επειδή δεν κάνει διάκριση του σώματος και του αίματος του Κυρίου, αλλά τα μεταλαμβάνει σαν να ήταν συνήθεις τροφές. Επειδή δε ανάξια και χωρίς προηγούμενη δοκιμασία του εαυτού σας τρώγετε και πίνετε το σώμα και το αίμα του Κυρίου, γι’ αυτό, λέγει ο απόστολος, υπάρχουν μεταξύ σας πολλοί ασθενείς και άρρωστοι, και αρκετοί μάλιστα πέθαναν (Α’ Κορ. ια’ 28-30).

Ο λόγος του θεόπνευστου αποστόλου είναι προτρεπτικός και απειλητικός. Προτρέπει στο ορθό, να προσέλθουμε δηλαδή έτοιμοι. Και απειλεί ότι αν δεν γίνει αυτό, οι συνέπειες μπορεί να είναι φοβερές.

Η συμμετοχή μας στην Τράπεζα του Δείπνου του Μυστικού, η κοινωνία των αχράντων Μυστηρίων γίνεται αιτία πολλών και ύψιστων αγαθών, πρόξενος αιωνίου σωτηρίας για τους αξίως προσερχομένους. Για όσους όμως πλησιάζουν αναξίως γίνεται καταδίκη, καταστροφή. Όχι γιατί αλλάζει η φύση των Μυστηρίων, αλλά διότι είναι διαφορετική η διάθεση και η κατάσταση εκείνου που προσέρχεται να τα μεταλάβει. Και τα αποτελέσματα της θείας Μεταλήψεως εξαρτώνται από τη διάθεση και την κατάσταση της ψυχής των προσερχομένων.

Να μην προχωρούμε, λοιπόν, προς το άγιο Ποτήριο «μή ἐννοοῦντες, ὅτι σῶμά ἐστι δεσποτι­κόν. σῶμα φρίκης γέμον». Σώμα Χριστού, αίμα Χριστού, φρικτά μυστήρια! Να σταθούμε με συγκλονισμό ψυχής και υπευθυνότητα, με γνώση του φοβερού μεγαλείου του μυστηρίου.

Να κάνουμε με σοβαρότητα την απαραίτητη αυτοεξέταση και να διερωτηθούμε: Είμαι άξιος; Είμαι έτοιμος να δεχθώ το θείο Δώρο; «Σύ σαυτοῦ γίνου κριτής καί τῶν βεβιωμένων ἀκριβής δικαστής. Ἐρεύνα τό συνειδός καί τότε δέχου τό δῶρον», μας συμβουλεύουν οι ιεροί ερμηνευτές. Γίνε κριτής του εαυτού σου. Γίνε δικαστής ακριβής των πράξεων της ζωής σου. Ερεύνησε τη συνείδησή σου, άκουσε τη φωνή της. Και αν η συνείδησή σου δίνει μαρτυρία αγαθή, τότε να δεχθείς το Δώρο. Διαφορετικά Δεν πρέπει να τολμήσεις, διότι κατάκριμα και καταδίκη θα κοινωνήσεις.

«Δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν». Αυτοεξέταση απαιτείται, αυτοκριτική, έρευνα των έργων και των λόγων μας. Πόσα αμαρτάνουμε καθημερινά οι αδύναμοι και ατελείς άνθρωποι! Πόσες πράξεις απρεπείς, πόσες κακίες, ζηλοφθονίες, αντιπάθειες και μίση ταλαιπωρούν συχνά  την ψυχή μας, μνησικακίες και έλλειψη συγχωρητικότητος γι’ αυτούς που μας έφταιξαν! Πόσοι λόγοι αμαρτωλοί, άστοχοι, επιπόλαιοι και πικροί στο στόμα μας! Πόσες επιθυμίες κενοδοξίας, φιλαργυρίας και φιληδονίας κυριαρχούν πολλές φορές στην καρδιά μας! Πόσες σκέψεις εφάμαρτες μολύνουν συχνά το νου!…

Να τα σκεφθούμε όλα αυτά και να κατανυγεί η ψυχή μας. Να ταπεινωθεί και να αισθανθεί το βάρος της ενοχής της και βαθιά να μετανοήσει. Και να ζητήσει με συντριβή και δάκρυα το έλεος του Θεού, ευχαριστώντας Τον θερμά, διότι εκτός από το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας παρέδωσε στην Εκκλησία του και το Μυστήριο της Ιεράς εξομολογήσεως, όπου ενώπιον του πνευματικού καταθέτουμε τα βάρη της ψυχής μας με ειλικρινή μετάνοια και παίρνουμε την άφεση. Και τότε, με την ευχή του πνευματικού, προσερχόμαστε στο Άγιο Ποτήριο, για να κοινωνούμε ακατακρίτως τα θεία Μυστήρια και να παίρνουμε δύναμη και ζωή, χαρά και λύτρωση και σωτηρία.

Την ανάγκη της εξετάσεως του εαυτού μας, προκειμένου να μεταλάβουμε τα άχραντα Μυστήρια, τονίζει και ο ιερός Χρυσόστομος με τους εξής συγκλονιστικούς λόγους: Πρόσεξε μήπως και συ γίνεις ένοχος για ασέβεια και βεβήλωση του σώματος και του αίματος του Χριστού. Εκείνοι, οι εχθροί του Κυρίου, κατέσφαξαν το πανάγιο σώμα, κι εσύ το υποδέχεσαι με ακάθαρτη ψυχή μετά από τόσες ευεργεσίες. Διότι δεν Του ήταν αρκετό το ότι έγινε άνθρωπος, το ότι ραπίσθηκε και σφαγιάσθηκε, αλλά και ενώνει τον εαυτό Του με εμάς, και όχι μόνο με την πίστη αλλά και στην πραγματικότητα μας κάνει σώμα Του. Δεν θα έπρεπε λοιπόν εκείνος που απολαμβάνει αυτή τη θυσία να είναι περισσότερο καθαρός από οτιδήποτε άλλο; Το χέρι που τέμνει αυτή τη σάρκα, το στόμα που πληρούται με πυρ πνευματικό, η γλώσσα που βάφεται κόκκινη με το φρικωδέστατο αίμα δεν θα έπρεπε να είναι καθαρότερα ακόμα και από την ηλιακή ακτίνα; Προσπάθησε να καταλάβεις με πόση τιμή είσαι τιμημένος, ποια τράπεζα απολαμβάνεις. Αυτό που οι άγγελοι φρίττουν όταν το βλέπουν και δεν τολμούν χωρίς φόβο να το αντικρίσουν εξαιτίας της αστραπής που εκπέμπει, με αυτό εμείς τρεφόμαστε, με αυτό ενωνόμαστε και γινόμαστε ένα σώμα Χριστού και μια σάρκα. «Τίς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ἀκουστὰς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις αὐτοῦ;».

Πάντοτε η μελέτη του εαυτού μας και η συνειδητοποιήσει της αδυναμίας και της αμαρτωλότητός μας, εφόσον καλλιεργούν μέσα μας και αναπτύσσουν αισθήματα μετανοίας και συντριβής, μας βοηθούν στην προσέγγιση και κοινωνία του Θεού. «Εγγὺς Κύριος τοῖς συντετριμμένοις τὴν καρδίαν καὶ τοὺς ταπεινοὺς τῷ πνεύματι σώσει» (Ψαλμ. λγ’ 19). Ο αμαρτωλός άνθρωπος που μετανοεί, αισθάνεται κοντά Του τον φιλάνθρωπο Θεό και κοινωνεί του Θεού. Επιτυγχάνει δε την κοινωνία αυτή πολύ περισσότερο, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό πάνω στη γη, όταν με συντριβή και μετάνοια παίρνει την άφεση στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως και καθαρός από τον μολυσμό και την ενοχή της αμαρτίας, με την ευχή του πνευματικού, προσέρχεται και μεταλαμβάνει τα άχραντα Μυστήρια.

Απόσπασμα από το βιβλίο “Το μυστήριο της κοινωνίας του Θεού”
του Αρχιμ. Αστερίου Σ. Χατζηνικολάου

Ένας αξιοθαύμαστος άνθρωπος;

Τι έχετε να πείτε;
Υπάρχουν και πολλά άλλα.....
και το β΄ μέρος


Η ΓΝΩΣΗ ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ;

Μια εξαιρετική δουλειά ενός συναδέλφου. Σκεφτήτε τα και μιλούμε!!!

Γιατί ακόμη και οι μονοθεϊστικές θρησκείες δεν έχουν τον ίδιο Θεό;

Ποιος είναι Χριστιανός;
Οι "μονοθεϊστικές" θρησκείες: Έχουμε τον ίδιο Θεό με τους μη Χριστιανούς;
«Οι Εβραίοι και οι Ισλαμικοί λαοί, και οι Χριστιανοί… αυτές οι τρεις εκφράσεις του ίδιου μονοθεϊσμού, μιλούν με τις αυθεντικότερες και αρχαιότερες, κι ακόμα με τις τολμηρότερες και πειστικότερες φωνές. Γιατί να μην είναι δυνατό, το όνομα του ίδιου Θεού, αντί να προκαλεί αδιάλλακτη εναντιότητα, να οδηγεί μάλλον σε αμοιβαίο σεβασμό, κατανόηση και ειρηνική συνύπαρξη; Δεν θα έπρεπε η αναφορά στον ίδιο Θεό, στον ίδιο Πατέρα, χωρίς προκαταλήψεις στη θεολογική συζήτηση, να μας οδηγήσει μάλλον να ανακαλύψουμε, μια μέρα αυτό που είναι τόσο προφανές, αλλά και τόσο δύσκολο – ότι είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου Πατέρα, κι ότι γι’ αυτό είμαστε όλοι αδέλφια;» -Πάπας Παύλος ο 6ος, La Croix, 11 Αυγ. 1970
    Την Πέμπτη 2 Απριλίου 1970, μια μεγάλη θρησκευτική εκδήλωση έλαβε χώρα στη Γενεύη. Μέσα στο πλαίσιο εργασιών της δεύτερης Συνδιάσκεψης του «Συνδέσμου Ενωμένων Θρησκειών», οι αντιπρόσωποι δέκα μεγάλων θρησκειών, είχαν προσκληθεί να συγκεντρωθούν στον καθεδρικό ναό του αγίου Πέτρου. Αυτή η «κοινή προσευχή» βασιζόταν στο ακόλουθο κίνητρο: «Οι πιστοί όλων αυτών των θρησκειών είχαν προσκληθεί, να συνυπάρξουν στη λατρεία του ίδιου Θεού
Ας δούμε αν αυτός ο ισχυρισμός είναι έγκυρος στο φως της Αγίας Γραφής.
Με σκοπό να εξηγήσουμε καλύτερα το θέμα, θα περιοριστούμε στις θρησκείες που έχουν ιστορικά ακολουθήσει η μια την άλλη, με αυτή τη σειρά: Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ. Αυτές οι τρεις θρησκείες για την ακρίβεια, προβάλλουν αξιώσεις για κοινή καταγωγή: ως λάτρεις του Θεού του Αβραάμ. Έτσι είναι μια πολύ διαδεδομένη γνώμη και καθώς όλοι αξιώνουμε, ότι είμαστε απόγονοι του Αβραάμ (οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι κατά σάρκα και οι Χριστιανοί πνευματικά), έχουμε όλοι ως Θεό το Θεό του Αβραάμ και λατρεύουμε και οι τρεις μας (ο καθένας με το δικό του τρόπο, φυσικά), τον ίδιο Θεό. Και αυτός ο ίδιος Θεός, συνιστά με κάποιο τρόπο το σημείο ενότητας και «αμοιβαίας κατανόησης», κι αυτό μας προσκαλεί σε μια «αδελφική σχέση», όπως τόνισε ο Μεγάλος Ραββίνος Δρ. Safran, παραφράζοντας τον Ψαλμό: «Ω, πόσο ωραίο είναι να βλέπεις αδέλφια να κάθονται μαζί…»
Μ’ αυτήν την οπτική είναι φανερό ότι ο Ιησούς Χριστός, Θεός και άνθρωπος, ο Υιός ο Αιώνιος και Συνάναρχος με τον Πατέρα, η ενσάρκωσή Του, ο Σταυρός Του, η ένδοξη Ανάστασή Του και η Δεύτερη και τρομερή Παρουσία Του – γίνονται δευτερεύουσες λεπτομέρειες, που δεν μπορούν να μας εμποδίσουν από το να «συναδελφωθούμε» με αυτούς που τον θεωρούν ως «ένα απλό προφήτη» (σύμφωνα με το Κοράνι) ή ως «το γιο μιας πόρνης» (σύμφωνα με συγκεκριμένες Ταλμουδικές παραδόσεις)! Έτσι θα βάζαμε τον Ιησού το Ναζωραίο και το Μωάμεθ στο ίδιο επίπεδο. Δεν ξέρω ποιος Χριστιανός άξιος του ονόματος, μπορεί να το δεχτεί αυτό στη συνείδησή του.
Κάποιος μπορεί να πει ότι σ’ αυτές τις τρεις θρησκείες, αν βάλουμε στην άκρη το παρελθόν, μπορεί κανείς να συμφωνήσει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ένα εξαιρετικό πλάσμα κι ότι είχε σταλεί από το Θεό. Όμως για μας τους Χριστιανούς, αν ο Ιησούς Χριστός δεν είναι Θεός, δεν μπορούμε να τον θεωρήσουμε ούτε ως «προφήτη», ούτε ως «απεσταλμένο του Θεού», παρά μόνο ως ένα μεγάλο απατεώνα χωρίς σύγκριση, αφού διακήρυξε ότι ήταν «υιός του Θεού», κάνοντας έτσι τον εαυτό Του ίσο με το Θεό (Μάρκ. 14:61-62). Σύμφωνα με αυτή την οικουμενιστική λύση του υπέρ-ομολογιακού επιπέδου, ο Τριαδικός Θεός των Χριστιανών θα ήταν το ίδιο με το μονοθεϊσμό του Ιουδαϊσμού, του Ισλάμ, του αρχαίου αιρετικού Σαβελλίου, των συγχρόνων αντιτριαδικών, και διαφόρων αιρέσεων τύπου «Πεφωτισμένων». Δεν θα υπήρχαν Τρία Πρόσωπα σε Μία Θεότητα, αλλά ένα Πρόσωπο, αμετάβλητο για κάποιους, ή που αλλάζει με επιτυχία «μάσκες» (Πατήρ – Υιός – Άγιο Πνεύμα) για άλλους! Και εν τούτοις κάποιος θα μπορούσε να υποκριθεί, ότι αυτός ήταν «ο ίδιος Θεός».
Να κάτι που κάποιος θα μπορούσε να προτείνει αφελώς: «Παρά ταύτα υπάρχει για τις τρεις θρησκείες ένα κοινό σημείο: και οι τρεις ομολογούν Θεό Πατέρα!» Αλλά σύμφωνα με την αγία Ορθόδοξη πίστη, αυτό είναι παράλογο. Πάντα ομολογούμε: «Δόξα στην Αγία, Ομοούσιο, Ζωοποιό και Αδιαίρετο Τριάδα». Πώς μπορούμε να χωρίσουμε τον Πατέρα από τον Υιό, όταν ο Ιησούς Χριστός διαβεβαιώνει ότι «Εγώ και ο Πατέρας ένα είμαστε»; (Ιω. 10:30) Και ο άγιος απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, ο απόστολος της αγάπης, επιβεβαιώνει ξεκάθαρα: «Αυτός που αρνείται τον Υιό, αυτός δεν έχει, ούτε τον Πατέρα» (Α΄ Ιω. 2:23).
Αλλά ακόμα κι αν και οι τρεις μας καλούμε το Θεό Πατέρα: τίνος είναι πραγματικά Πατέρας; Για τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους είναι ο Πατέρας των ανθρώπων στο επίπεδο της δημιουργίας, ενώ για μας τους Χριστιανούς είναι, πρώτα απ’ όλα, «πριν από τη θεμελίωση του κόσμου» (Ιω. 17:24) «ο Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» (Εφ. 1:3) και μέσω του Χριστού είναι Πατέρας μας «κατ’ υιοθεσίαν» (Εφ. 1:4-5) στο επίπεδο της λύτρωσης. Τι ομοιότητα υπάρχει, λοιπόν ανάμεσα στη Θεϊκή Πατρότητα στο Χριστιανισμό και στις άλλες θρησκείες;
Άλλοι μπορεί να πουν: «Αλλά ο Αβραάμ λάτρευε τον αληθινό Θεό και οι Εβραίοι μέσω του Ισαάκ και οι Μουσουλμάνοι μέσω της Άγαρ, είναι οι απόγονοι αυτού του γνήσιου λάτρη του Θεού». Εδώ κάποιος θα πρέπει να ξεκαθαρίσει πολλά πράγματα: ο Αβραάμ καθόλου δε λάτρευε το Θεό στη μορφή του απρόσωπου μονοθεϊσμού, που τον λάτρευαν οι άλλοι, αλλά στη μορφή της Αγίας Τριάδας. Διαβάζουμε στην Αγία Γραφή: «Και ο Κύριος εμφανίστηκε σ’ αυτόν στη βελανιδιά του Μαμβρή… κι αυτός υποκλίθηκε μέχρι το έδαφος» (Γεν. 18:1-2). Υπό ποια μορφή λάτρευε ο Αβραάμ το Θεό; Με την απρόσωπη μορφή, ή με τη μορφή της Θεϊκής Ενιαίας Τριάδας;
Εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί τιμούμε αυτή τη φανέρωση της Αγίας Τριάδας στην Παλαιά Διαθήκη κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν στολίζουμε τους ναούς μας με κλαριά που συμβολίζουν τις αρχαίες βελανιδιές, κι όταν τιμούμε στο μέσο τους την εικόνα των Τριών Αγγέλων, όπως την τίμησε ο Πατέρας μας ο Αβραάμ! Η κατά σάρκα καταγωγή από τον Αβραάμ μας είναι άχρηστη, αν δεν είμαστε αναγεννημένοι στο νερό του Βαπτίσματος, στην πίστη του Αβραάμ. Και η πίστη του Αβραάμ ήταν η πίστη στον Ιησού Χριστό, όπως έχει πει ο ίδιος ο Κύριος: «Ο πατέρας σας ο Αβραάμ αισθάνθηκε αγαλλίαση, διότι έμελλε να δει την ημέρα μου (Ιω. 8:56). Τέτοια ήταν επίσης η πίστη του προφητάνακτα Δαβίδ, ο οποίος άκουσε τον Ουράνιο Πατέρα, να λέει στον Ομοούσιο Υιό Του: «Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου» (Ψαλμ. 109:1 Πράξ. 2:34). Τέτοια ήταν η πίστη των «τριών παίδων εν τη καμίνω», όταν σώθηκαν από τον «Υιό του Θεού» (Δαν. 3:25) τέτοια και η πίστη του αγίου προφήτη Δανιήλ, ο οποίος είδε το όραμα των δύο φύσεων του Ιησού Χριστού στο μυστήριο της ενσάρκωσης, όταν ο Υιός του ανθρώπου ήρθε στον Αρχαίο των Ημερών (Δαν. 7:13). Γι’ αυτό και ο Κύριος, απευθυνόμενος στους (βιολογικά αδιαφιλονίκητους) απογόνους του Αβραάμ, είπε: «Αν ήσασταν τα παιδιά του Αβραάμ, θα κάνετε τα έργα του Αβραάμ» (Ιω. 8:39), και τα έργα αυτά είναι «να πιστέψουν σ’ Αυτόν που έστειλε ο Θεός» (Ιω. 6:29).
Ποιοι λοιπόν οι απόγονοι του Αβραάμ; Οι κατά σάρκα γιοι του Ισαάκ, ή οι γιοι της Άγαρ της Αιγύπτιας; Είναι ο Ισαάκ ή ο Ισμαήλ οι απόγονοι του Αβραάμ; Τι διδάσκει η Αγία Γραφή με το στόμα του θείου Αποστόλου; «Στην περίπτωση του Αβραάμ, οι υποσχέσεις δόθηκαν σ’ αυτόν και στον απόγονό του. Δεν λέει, ‘’και στους απογόνους’’, σαν να επρόκειτο περί πολλών, αλλά περί ενός ‘’και στον απόγονό σου’’, ο οποίος είναι ο Χριστός» (Γαλ. 3:29). Είναι εκεί, στον Ιησού Χριστό, που ο Αβραάμ έγινε πατέρας πολλών εθνών (Γεν. 17:5, Ρωμ 4:17). Μετά από τέτοιες υποσχέσεις και τέτοιες διαβεβαιώσεις, τι νόημα έχει η σαρκική καταγωγή από τον Αβραάμ;
Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ο Ισαάκ θεωρείται ως το σπέρμα ή ο απόγονος, αλλά μόνο ως εικόνα του Ιησού Χριστού. Αντίθετα με τον Ισμαήλ, (το γιο της Άγαρ. Γεν 16:1), ο Ισαάκ γεννήθηκε στη θαυματουργική «ελευθερία» μιας στείρας μητέρας, σε μεγάλη ηλικία και ενάντια στους νόμους της φύσης, παρόμοια με το Σωτήρα μας, ο οποίος γεννήθηκε από μια Παρθένο. Ανέβηκε το λόφο του Μορία, όπως ο Ιησούς ανέβηκε το Γολγοθά, κουβαλώντας στους ώμους του τα ξύλα της θυσίας. Ένας άγγελος έσωσε τον Ισαάκ από το θάνατο, ακριβώς όπως ένας άγγελος κύλισε την πέτρα του μνημείου, για να μας δείξει ότι ο τάφος ήταν άδειος, ότι ο αναστημένος δεν βρισκόταν πια εκεί. Την ώρα της προσευχής, ο Ισαάκ συνάντησε τη Ρεββέκα στο λιβάδι και την οδήγησε στη σκηνή της μητέρας του Σάρας, όπως και ο Ιησούς θα συναντήσει την Εκκλησία Του στα σύννεφα, για να τη φέρει στα ουράνια σκηνώματα, τη Νέα Ιερουσαλήμ, την πολυπόθητη πατρίδα.
Όχι! Δεν έχουμε τον ίδιο Θεό με τους μη Χριστιανούς! Το απολύτως ουσιώδες – εκ των ων ουκ άνευ – για να γνωρίσουμε τον Πατέρα, είναι ο Υιός: «Αυτός που έχει δει εμένα, έχει δει τον Πατέρα, κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα, παρά μόνο μέσω εμού» (Ιω. 14:6,9). Ο Θεός μας είναι ένας Θεός ενσαρκωμένος, τον οποίο «έχουμε δει με τα μάτια μας κι έχουμε αγγίξει με τα χέρια μας» (Α΄ Ιω. 1:1). Ο άυλος έγινε υλικός για τη σωτηρία μας, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, κι έχει αποκαλυφθεί σε μας. Αλλά πότε αποκαλύφθηκε στους σημερινούς Εβραίους και Μουσουλμάνους, έτσι ώστε να υποθέσουμε πως γνωρίζουν το Θεό; Αν έχουν μια πλήρη κατανόηση του Θεού έξω από τον Ιησού Χριστό, τότε ο Χριστός ενσαρκώθηκε, πέθανε και αναστήθηκε ματαίως!
Σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού, δεν έχουν ακόμα έρθει πλήρως στον Πατέρα. Έχουν κάποια ιδέα περί Θεού, αλλά αυτή η ιδέα δεν περιλαμβάνει την πλήρη αποκάλυψη του Θεού, που δόθηκε στον άνθρωπο δια του Ιησού Χριστού. Για μας τους Χριστιανούς, ο Θεός είναι ασύλληπτος, ακατανόητος, απερίγραπτος και άυλος, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Για τη σωτηρία μας έγινε (στο βαθμό που είμαστε ενωμένοι μαζί Του) συνειλημμένος, περιγραπτός και υλικός, εξ αποκαλύψεως στο μυστήριο της ενσάρκωσης του Υιού Του. Σ’ Αυτόν ας είναι η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. Και γι’ αυτό ο άγιος Κυπριανός της Καρχηδόνας, λέει ότι όποιος δεν έχει την Εκκλησία για Μητέρα, δεν έχει το Θεό για Πατέρα!
     Μακάρι ο Θεός να μας διαφυλάξει από την αποστασία και από τον ερχομό του Αντιχρίστου, τα προκαταρκτικά σημεία του οποίου πολλαπλασιάζονται μέρα με τη μέρα. Μακάρι να μας προστατέψει από τη μεγάλη θλίψη, την οποία ούτε και οι εκλεκτοί δεν θα είναι σε θέση να υπομείνουν δίχως τη χάρη Εκείνου, που θα μικρύνει αυτές τις ημέρες. Και μακάρι να μας προστατέψει διατηρώντας μας στο «μικρό ποίμνιο», το «υπολειπόμενο σύμφωνα με την εκλογή της χάρης», έτσι ώστε σαν τον Αβραάμ, να μπορέσουμε να αναγαλλιάσουμε στο φως του προσώπου Του, με τις πρεσβείες της Παναγίας Μητέρας του Θεού και Αειπαρθένου Μαρίας, όλων των κατοίκων του ουρανού, των νεφών των μαρτύρων, προφητών, ιεραρχών, ευαγγελιστών, και ομολογητών που έμειναν πιστοί μέχρι θανάτου, που έχυσαν το αίμα τους για το Χριστό, που μας απέκτησαν με το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού στα νερά του Βαπτίσματος. Είμαστε τα παιδιά τους – οπωσδήποτε αδύναμα, αμαρτωλά και ανάξια, αλλά δεν θα τείνουμε τα χέρια μας προς ένα ξένο Θεό! Αμήν.

π. Βασίλειος Σακκάς          La Foi Transmise, 5 Απριλίου 1970 

'Ενα ερωτηματολόγιο για συζήτηση. Τι είναι η Αγάπη;

1. Ποιους αγαπάς και γιατί, τον κάθε ένα ξεχωριστά;
Γράψε τρόπους που θα μπορούσες να τους δείξεις την αγάπη σου.

2.Ποιοι νομίζεις ότι σε αγαπούν; Από που το καταλαβαίνεις ότι κάποιος έχει αγάπη προς εσένα;

3. Ο άνθρωπος αγαπά μόνο πρόσωπα-ανθρώπους; Τι άλλο μπορεί να αγαπά;

4.Χρειάζεται η αγάπη στη ζωή του ανθρώπου;  Ναι ή όχι και γιατί.
ή διαφορετικά:  οι συνέπειες της έλλειψης  και της παρουσίας της αγάπης μεταξύ των ανθρώπων, σε διάφορα επίπεδα.( παραδείγματα)

5.΄Ελλειψη αγάπης=θάνατος σωματικός και πνευματικός, ανάλογα.
Εξηγείστε με παράδειγμα.

6.Ποιο από τα τρία είναι ορθό;
Αγάπη = θάνατος, Αγάπη = ζωή, ή Αγάπη = θάνατος και ζωή.

7.Τι εννοούμε με τη λέξη θυσία;

8.Τι σχέση έχει η θυσία με την αγάπη; Φέρτε παράδειγμα.

9.Η αγάπη είναι μόνο συναίσθημα, ή μια αδυναμία και φθορά του
εγώ; Δώστε παραδείγματα.

10.Πού μπορεί να υπάρχει αγάπη; Αγοράζεται, κλέβεται, την
παίρνεις με τη βία, επιβάλλεται;

11.Τι είναι η αγάπη; Δώστε έναν ορισμό.
Τι σχέση έχει με τον έρωτα και τη σεξουαλικότητα;
Γράψτε μια μικρή ιστορία ή γεγονός, που να δείχνει τι είναι η αγάπη. Μπορείς να βρεις και απόσπασμα από ταινία ή βιντεάκι.

12. Ο Θεός είναι αγάπη; Ναι ή ΄Οχι και πού το ξέρουμε;

13. Μαθαίνεται το ν’ αγαπά κάποιος; Τι σχέση μπορεί νάχει ο Θεός
με την ανθρώπινη αγάπη;

14.Ποια η σχέση των Νόμων του σύμπαντος με την αγάπη και την

ζωή;

Εργασία για μια θρησκεία


 Αν υπάρξουν δυσκολίες μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου.

Προσευχή

Υλικό για την προσευχή θα βρείτε αρκετό, αν βάλετε στο κουτάκι πάνω αριστερά του μπλοκ τη λέξη προσευχή, οπότε θα σας βγάλει την ανάρτηση "διάλογος  για την προσευχή". όπου έχει και το Τρισάγιο και πολλά άλλα. θέλετε το π.π.?

Αντώνιος του Σουρόζ                   Λόγοι για την προσευχή
Μετάφραση από τα αγγλικά: Δημήτριος Κ. Κόκκινος Από το βιβλίο Αντωνίου του Σουρόζ " Θέλει τόλμη η προσευχή", εκδόσεις Ακρίτας
MIA ANAKAΛΥΨΗ
Προσευχή σημαίνει αναζήτηση του Θεού, συνάντηση με τον Θεό, και προώθηση πιο πέρα από τη συνάντηση, στην κοινωνία μαζί Του. Η προσευχή είναι λοιπόν μια πράξη, ένα βίωμα, μία στάση.
Μια στάση όχι μόνο σε σχέση με τον Θεό, αλλά και σε σχέση με τον κόσμο της δημιουργίας. Προκύπτει από τη συναίσθηση ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι απλώς δυσδιάστατος, φυλακισμένος στις συντεταγμένες του χρόνου και του χώρου -ένας κόσμος επίπεδος στον οποίο συναντούμε την επιφανειακή όψη των πραγμάτων, μια θαμπή επιφάνεια που σκεπάζει το κενό...
Η προσευχή προκύπτει από την ανακάλυψη ότι ο κόσμος έχει βάθος, και ότι δεν περιστοιχιζόμαστε μόνο από ορατά πράγματα, αλλά ότι είμαστε βουτηγμένοι μέσα σε αόρατα πράγματα και διαποτισμένοι απ’ αυτά.
         Κι αυτός ο αόρατος κόσμος είναι συγχρόνως η παρουσία του Θεού, η ύψιστη και κορυφαία πραγματικότητα, και η εσώτατη μας αλήθεια.
Το ορατό και το αόρατο δε βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, ούτε μπορούν να αντιπαρατεθούν σαν ποσά προς άθροιση· είναι παρόντα συγχρόνως, όπως η φωτιά μέσα στο πυρωμένο σίδερο.
Το ένα συμπληρώνει το άλλο, κατά ένα μυστηριώδη τρόπο που ο Άγγλος συγγραφέας Charles Williams περιγράφει ως «συν-ενύπαρξη»: Η παρουσία της αιωνιότητος στο χρόνο, το μέλλον μέσα στο παρόν και επίσης η παρουσία κάθε εφήμερης στιγμής μέσα στην αιωνιότητα, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, όλα μαζί εσχατολογικά, το ένα μέσα στο άλλο όπως το δέντρο μέσα στο σπόρο!
Το να ζει κανείς μόνο μέσα στον ορατό κόσμο είναι σαν να ζει στην επιφάνεια, αγνοεί ή παραγκωνίζει όχι μόνο την ύπαρξη του Θεού, αλλά και το βάθος των δημιουργημάτων.
Σημαίνει καταδίκη του εαυτού μας σε μια επιφανειακή μόνο αντίληψη του κόσμου. Όταν όμως δούμε βαθύτερα, τότε ανακαλύπτουμε στην καρδιά των πραγμάτων ένα σημείο ισορροπίας που αποτελεί την τελείωσή τους.
Στα γεωμετρικά μεγέθη δεν υπάρχει εσωτερικότητα. Τα όριά τους είναι πεπερασμένα. Ο κόσμος τέτοιων μορφών είναι δυνατό να πολλαπλασιαστεί, αλλά δεν μπορεί να επεκταθεί σε βάθος.
Η καρδιά όμως του ανθρώπου διαθέτει βάθος. Όταν προσεγγίσουμε την απαρχή της ζωής μέσα στον άνθρωπο, ανακαλύπτουμε πως η ίδια αυτή η ζωή πηγάζει από πιο πέρα.  Η καρδιά του ανθρώπου είναι ανοιχτή στο μη ορατό. Όχι στο μη ορατό της ψυχολογίας του βάθους, αλλά στο άπειρο μη ορατό, στο δημιουργικό Λόγο του Θεού στον Θεό τον ίδιο.
Έτσι η επιστροφή στον εαυτό μας δεν είναι συνώνυμη με την ενδοστρέφεια, αλλά με την ανάδυσή μας πέρα από τα όρια του πεπερασμένου εαυτού μας.
           Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είπε: «Όταν ανακαλύπτεις την πόρτα της καρδιάς σου, ανακαλύπτεις την πύλη τ' ουρανού». Η ανακάλυψη τώρα του δικού μας εσωτερικού βάθους συμβαδίζει με την αναγνώριση του βάθους των άλλων. Καθένας μας έχει τη δική του απεραντοσύνη. Χρησιμοποιώ τη λέξη «απεραντοσύνη» σκόπιμα. Σημαίνει πως το βάθος δε μετριέται, όχι γιατί είναι τόσο μεγάλο που να μην το φτάνουν τα μέτρα μας, αλλά διότι η ποιότητα του δεν υπόκειται καθόλου σε μετρήσεις.
Η απεραντοσύνη της προσωπικής μας κλήσεως είναι ότι μετέχουμε στη θεία φύση, και ότι ανακαλύπτοντας το προσωπικό μας βάθος ανακαλύπτουμε τον Θεό τον οποίο μπορούμε να ονομάσουμε αθέατο πλησίον μας,  Άγιον Πνεύμα,  Χριστό,  Πατέρα.
      Επίσης ανακαλύπτουμε την απεραντοσύνη και την αιωνιότητα του Θεού στο γύρω κόσμο μας. Και αυτή είναι η απαρχή της προσευχής: η αναγνώριση ενός τρισδιάστατου κόσμου σε χρόνο, χώρο και σε ένα μόνιμο αλλά συνεχώς εναλλασσόμενο βάθος.
ΜΙΑ ΤΡΙΠΛΗ ΣΧΕΣΗ
Η προσευχή είναι η σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο, τον ορατό κόσμο και το αόρατο άγνωστο. Γι' αυτό και είπα πως η προσευχή είναι μία αναζήτηση, μια εξερεύνηση στον αόρατο κόσμο του προσωπικού μας βάθους, που μόνο ο Θεός γνωρίζει και που μόνο Αυτός μπορεί να μας αποκαλύψει.
         Και είναι δια της προσευχής που, ψηλαφητά στη αρχή, και μέσα στο φέγγος μιας νέας όρασης, ζητάμε και βρίσκουμε το Θεό και τον εαυτό μας με κάποιο τρόπο συσχετισμού. Και όταν αργότερα ένα δυνατότερο φως μας επιτρέψει να δούμε ό,τι μπορέσουμε από το αόρατο και από το ορατό, το οποίο έχει μεταμορφωθεί μέσα στο φως της δικής του απεραντοσύνης και της αιωνιότητος του Θεού, τότε η προσευχή γίνεται βίωμα, και ταυτόχρονα μια διαρκής στάση, όπως είπα στην αρχή.
            Καθώς ψάχνουμε μισότυφλοι, με την όρασή μας μερικώς αποκατεστημένη, τα πρώτα βήματά μας στην προσευχή παίρνουν τη μορφή έκπληξης, ευλαβούς φόβου και μιας αίσθησης μελαγχολίας: Εκπλησσόμαστε ανακαλύπτοντας τον εαυτό μας, πράγμα που αποτελεί και την αρχή της γνώσεως του Θεού, εκπλησσόμαστε βλέποντας τον κόσμο ανοιχτό απέναντι στην απεραντοσύνη του Θεού. Νοιώθουμε φόβο και χαρά και δέος καθώς εισερχόμαστε στην παρουσία της θεϊκής αγιότητος και ομορφιάς. Και συνάμα θλιβόμαστε για τον εαυτό μας και για τον κόσμο.
Γιατί είναι θλιβερό να είμαστε τυφλοί, είναι θλιβερό να μην μπορούμε να ζήσουμε την πληρότητα της κλήσης μας, να παγιδευόμαστε κάθε φορά μέσα στα στενά όριά μας. Είναι θλιβερό να βλέπουμε τον κόσμο χωρίς Θεό, αμφιταλαντευόμενοι μεταξύ ζωής και θανάτου, ανίκανοι να επιλέξουμε τη ζωή μια για πάντα ή να γλιτώσουμε μια για πάντα από το θάνατο.
Έτσι η κατάπληξη και η θλίψη είναι δύο πηγές της προσευχής μας. Και οι δύο απορρέουν από τη συνάντηση μας με το βάθος του κόσμου, που τώρα αρχίζει να μας αποκαλύπτεται στην πληρότητά του. Χωρίς αυτή τη συνάντηση, ο κόσμος μας και οι δυνάμεις που ενεργούν μέσα του μας είναι ακατανόητες και συχνά τερατώδεις, μένουμε κατάπληκτοι και φοβισμένοι.
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
΄Ετσι η έννοια της συνάντησης είναι κάτι το θεμελιακό στην προσευχή. Είναι το βασικό στοιχείο της αποκάλυψης, διότι η ίδια η αποκάλυψη είναι μία συνάντηση με τον Θεό, που μας χαρίζει μια νέα θεώρηση του κόσμου.
Το καθετί είναι συνάντηση, όπως στην Αγία Γραφή έτσι και στη ζωή. Προσωπική μαζί και πανανθρώπινη, μοναδική και υποδειγματική. Και έχει πάντοτε δύο πόλους: συνάντηση με τον Θεό και εν Αυτώ με τη δημιουργία· μια συνάντηση με τον άνθρωπο μέσα στο εσώτατό του είναι, το ριζωμένο στη δημιουργική βούληση του Θεού, καθώς ο άνθρωπος προσπαθεί να ολοκληρωθεί μέχρι που ο Θεός θα είναι "τα πάντα τοις πάσι".
Η συνάντηση είναι προσωπική, αφού ο καθένας μας πρέπει να τη βιώσει ο ίδιος προσωπικά χωρίς τη μεσολάβηση κανενός. Είναι δική μας, μα συγχρόνως έχει μια πανανθρώπινη σημασία, διότι υπερβαίνει το επιφανειακό και περιορισμένο εγώ μας.
Αυτή η συνάντηση είναι μοναδική διότι και για τον Θεό, όπως και για το συνάνθρωπο ο καθένας μας, όταν το δούμε σωστά, είναι αναντικατάστατος και μοναδικός.
Κάθε όν γνωρίζει τον Θεό με το δικό του τρόπο. Καθένας μας γνωρίζει τον Θεό με έναν ιδιαίτερο τρόπο, τον οποίον κανένας άλλος δεν είναι σε θέση να ξέρει εκτός και αν του το πούμε. Και ταυτόχρονα επειδή η ανθρώπινη φύση είναι κοινή παντού, κάθε τέτοια συνάντηση επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Είναι μια αποκάλυψη προς όλους αυτούς που ο καθένας γνωρίζει χωριστά.
Η ΦΥΣΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ
Στην αρχή πάντως κάθε άνθρωπος που επιζητεί αυτή τη συνάντηση είναι μόνος και πρέπει να μάθει να αναγνωρίζει την ύπαρξη του άλλου. Η αναγνώριση αυτή πρέπει να συντελεστεί σε σχέση με τον πλησίον και όχι σε απομόνωση. Αυτό είναι σημαντικό. Δεν γνωρίζουμε τίποτε και κανέναν παρά μόνο μέσα από μια σχέση. Όταν μένουμε ασύνδετοι, τίποτε δεν υπάρχει για μας. Δημιουργείται εν τούτοις κάποιος κίνδυνος από το να μη γνωρίζουμε τίποτε και κανένα, παρά μόνο σε σχέση με τον εαυτό μας. Γιατί έτσι μεταθέτουμε το κέντρο του κόσμου πάνω μας. Σχετίζοντας το κάθε τι με τον εαυτό μας, το παραμορφώνουμε και το κάνουμε μικρό και άθλιο όπως είμαστε εμείς, με τις δικές μας τιποτένιες, άθλιες επιθυμίες.
Όταν λοιπόν αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε την ύπαρξη του άλλου, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να παραμερίσουμε τον εαυτό μας σε κάποιο βαθμό, να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας και να παραδεχτούμε τις ανάγκες του άλλου και το δικαίωμά του να είναι ελεύθερος και ανεξάρτητος, πέραν από μας. Πρέπει να αποδεχτούμε την απόλυτη ιδιαιτερότητά του. Ό,τι κι αν κάνουμε, οσοδήποτε καλά κι αν τον γνωρίζουμε, όσο κοντά του κι αν είμαστε -κι αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στη σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού παρά ανθρώπου προς άνθρωπο- παραμένει κάποιο βασικό μυστήριο, που δε θα μπορέσουμε ποτέ να λύσουμε.
Στο βιβλίο της Αποκαλύψεως υπάρχει ένα υπέροχο χωρίο όπου ο Ιωάννης λέει ότι όσοι εισέρχονται στη Βασιλεία τους προσφέρεται μια λευκή πέτρα με κάποιο όνομα χαραγμένο πάνω της, που μόνο αυτοί και ο Θεός γνωρίζουν. Αυτό το όνομα δεν είναι η επωνυμία που μας έχει δοθεί και με την οποία μας φωνάζουν σ' αυτό τον κόσμο. Είναι το αληθινό μας όνομα, το αιώνιό μας όνομα που μας ταιριάζει απόλυτα -η ύπαρξή μας ολόκληρη... Μας περιγράφει και μας εκφράζει απόλυτα. Μόνο ο Θεός το ξέρει κι Εκείνος μας λέει τι είναι. Κανένας άλλος δεν είναι σε θέση να το γνωρίζει, γιατί αυτό εκφράζει την αποκλειστική σχέση μας με το δημιουργό μας.
Πόσο συχνά δε συμβαίνει να ναυαγούν οι ανθρώπινες σχέσεις γιατί ο ένας από τους δύο θέλησε να αποκαλύψει τον εαυτό του πέραν απ' όσο είναι δυνατό ή ο άλλος θέλησε να εισχωρήσει σε μια περιοχή που είναι ιερή μόνο στον Θεό: μάταιη επιθυμία που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Είναι όπως ένα παιδί που προσπαθεί να βρει την πηγή ενός ρυακιού, το σημείο απ' όπου ξεκινά το νερό. Στην περίπτωση αυτή μόνο να καταστρέψει μπορεί, όχι ν' ανακαλύψει.
Δεν αρκεί εν τούτοις να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα του άλλου να υπάρχει, να δεχτούμε την απόλυτη ιδιαιτερότητά του. Πρέπει να 'μαστε σε θέση να βλέπουμε, να ακούμε, να διακρίνουμε. Διαφορετικά η συνάντηση θα μείνει άκαρπη.
ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ
Μια δεύτερη μορφή συναντήσεως, είναι η συνάντηση «εν αληθεία». Μια συνάντηση είναι αληθινή, μόνον εφόσον τα συναντώμενα πρόσωπα είναι αληθινά. Υπ’ αυτή την άποψη εμείς συνεχώς νοθεύουμε αυτή τη συνάντηση. Όχι μόνο στον εαυτό μας αλλά και στην εικόνα που έχουμε για τον Θεό, μας είναι δύσκολο να είμαστε αληθινοί. Μέσα στη μέρα αλλάζουμε συνεχώς το κοινωνικό μας πρόσωπο έτσι, που να καταντά αγνώριστο στους άλλους, αλλά και στον ίδιο μας τον εαυτό.
Κι όταν έρθει η ώρα να προσευχηθούμε και θελήσουμε να παρουσιαστούμε ενώπιον του Θεού, νιώθουμε συχνά χαμένοι, γιατί δεν ξέρουμε ποιο απ’ αυτά τα κοινωνικά προσωπεία είναι το αληθινό ανθρώπινο πρόσωπό μας, ούτε έχουμε την αίσθηση της αληθινής μας ταυτότητας.
Τα ποικίλα εναλλασσόμενα προσωπεία που παρουσιάζουμε στον Θεό δεν είναι ο εαυτός μας. Υπάρχει κάτι από τον εαυτό μας μέσα στο καθένα, αλλά λείπει το συνολικό πρόσωπο. Γι’ αυτό το λόγο μια προσευχή που θα μπορούσε να βγει δυναμικά μέσα απ’ την καρδιά του αληθινού προσώπου, χάνεται ανάμεσα στα εναλλασσόμενα σκιάχτρα του εαυτού μας που προσφέρουμε στον Θεό.
    Καθένα απ’ αυτά προφέρει κάποιο λόγο που είναι αληθινός με το δικό του αποσπασματικό τρόπο, μα δεν εκφράζει τα άλλα κομματιασμένα προσωπεία που υπήρξαμε κατά τη διάρκεια της μέρας. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να βρούμε την προσωπική ενότητα μας, τη βασική μας ταυτότητα. Διαφορετικά δεν μπορούμε να συναντήσουμε το Θεό «εν αληθεία».
                Η αναζήτηση αυτής της προσωπικής ενότητας μπορεί να πάρει καιρό. Πρέπει να επαγρυπνούμε συνεχώς ώστε κανένας λόγος ή πράξη μας να μην είναι ασυμβίβαστα με τη βασική προσωπική ακεραιότητα που επιδιώκουμε.
Πρέπει να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε το αληθινό μας πρόσωπο, το μυστικό πρόσωπο, τον πυρήνα του προσώπου προς τον οποίο οδεύουμε, και τη μοναδική αιώνια αλήθεια που ενυπάρχει μέσα μας. Η ανακάλυψη αυτή είναι δύσκολη γιατί χρειάζεται να πετάξουμε στην άκρη όλα τα ψεύτικα ομοιώματά μας.
              Από καιρό σε καιρό ξεπηδά από μέσα μας κάτι γνήσιο, όταν ξεχνιόμαστε, και ο αληθινός βαθύτερος εαυτός μας βγαίνει στην επιφάνεια· σε στιγμές που μας συμπαρασύρει η χαρά, έτσι που να αδιαφορούμε αν κάποιος μας παρακολουθεί, και δεν βλέπουμε αντικειμενικά τον εαυτό μας· ή όταν πάλι ξεχνάμε τον εαυτό μας, σε στιγμές μεγάλου πόνου, σε στιγμές που μας καταλαμβάνει βαθιά θλίψη ή δέος.
Σε όλες αυτές τις ευκαιρίες βλέπουμε κάποιο μέρος του πραγματικού μας εαυτού. Δεν περνάει όμως λίγη ώρα και το αποστρεφόμαστε γιατί δεν θέλουμε να 'ρθουμε αντιμέτωποι μ' αυτό μας το πρόσωπο. Το φοβόμαστε, μας αποπροσανατολίζει.
Εν τούτοις αυτό είναι το πραγματικό πρόσωπο που υπάρχει μέσα μας. Και ο Θεός μπορεί να το σώσει αυτό το πρόσωπο, όσο αποκρουστικό και αν φαίνεται, επειδή είναι αληθινό. Ο Θεός δεν μπορεί να σώσει το φανταστικό πρόσωπο που προσπαθούμε να Του δείξουμε ή να δείξουμε στους άλλους και στον εαυτό μας.
Όπως ψάχνουμε, με τις ευκαιρίες που προαναφέραμε, να βρούμε το πραγματικό μας πρόσωπο, έτσι πρέπει να αναζητούμε συνεχώς το πρόσωπο που είμαστε, απέναντι στον Θεό. Πρέπει να ζητούμε τον Θεό μέσα μας και τον εαυτό μας μέσα στον Θεό. Τούτο είναι έργο πνευματικής ενδοσκοπήσεως που πρέπει να μας απασχολεί κάθε μέρα της ζωής μας.
Αρχίζουμε απλά: Όταν διαβάζουμε την Αγία Γραφή, πρέπει να παραδεχτούμε ειλικρινά πως μερικά χωρία δεν μας πολυσυγκινούν. Συμφωνούμε με αυτά που λέει ο Θεός γιατί δεν έχουμε κανένα λόγο να διαφωνήσουμε. Μπορούμε να αποδεχόμαστε τούτη ή εκείνη την εντολή ή θεία ενέργεια γιατί δε μας αγγίζει προσωπικά, γιατί δεν συνειδητοποιούμε ακόμη τι είναι επόμενο να απαιτηθεί από μας. Και άλλα χωρία πραγματικά μας απωθούν. Αν είχαμε το κουράγιο, θα λέγαμε «όχι» στον Θεό. Θα πρέπει να σημειώσουμε προσεκτικά αυτά τα χωρία: Είναι το μέτρο της απόστασης που μας χωρίζει από το Θεό και επίσης, ίσως το πιο σημαντικό για την παρούσα μας κατάσταση, είναι το μέτρο της απόστασης που χωρίζει το σημερινό μας εαυτό από τον εν δυνάμει οριστικό εαυτό μας. Γιατί το Ευαγγέλιο δεν είναι μία αλληλουχία εξωτερικών εντολών, είναι μία σειρά εσωτερικών προσωπογραφιών. Και κάθε φορά που λέμε «όχι» στο Ευαγγέλιο, αρνούμαστε να γίνουμε πρόσωπα με όλη τη βαθιά σημασία της λέξης.
Υπάρχουν πάλι χωρία του Ευαγγελίου που φλέγουν τις καρδιές μας, δίνουν φως στο νου μας και δονούν τη θέλησή μας. Δίνουν ζωή και δύναμη σε όλο το υλικό και ηθικό είναι μας. Τα χωρία αυτά αποκαλύπτουν τα σημεία όπου ο Θεός και η εικόνα Του ήδη συμπίπτουν μέσα μας, το στάδιο που έχουμε ήδη φθάσει, προσωρινά ή έστω φευγαλέα καθώς εξελισσόμαστε σε αυτό που καλούμαστε να γίνουμε. Αυτά τα χωρία πρέπει να τα σημειώσουμε ακόμη πιο προσεκτικά από τα άλλα που προαναφέραμε. Είναι τα σημεία στα οποία η εικόνα του Θεού είναι ήδη παρούσα μέσα σε μας, τους πεπτωκότες ανθρώπους.
Έτσι ξεκινώντας μπορούμε να αγωνιστούμε για να συνεχίσουμε τη μεταμόρφωσή μας στο πρόσωπο που νοιώθουμε ότι θέλουμε και καλούμαστε να γίνουμε. Πρέπει να δείξουμε πίστη σε αυτά τα αποκαλυπτικά σημεία. Σε αυτά τουλάχιστον πρέπει να μείνουμε προσκολλημένοι. Εάν το κάνουμε αυτό, τα χωρία αυτά θα πληθύνουν, οι απαιτήσεις του Ευαγγελίου θα συμπληρωθούν, θα γίνουν πιο συγκεκριμένες. Σιγά σιγά η ομίχλη θα διαλυθεί και θα δούμε την εικόνα του προσώπου που πρέπει να γίνουμε. Τότε θα μπορέσουμε να σταθούμε ενώπιον του Θεού «εν αληθεία». Εν πάση περιπτώσει ας σημειωθεί ότι πέραν από αυτή τη βασική, ουσιώδη αλήθεια υπάρχει επίσης και η μερική αλήθεια της κάθε στιγμής.
     Πόσο συχνά η προσευχή μας δεν είναι κίβδηλη επειδή προσπαθούμε να παρουσιαστούμε στο Θεό όχι όπως είμαστε, αλλά όπως φανταζόμαστε ότι Εκείνος θα ήθελε να είμαστε: Βάζουμε τα καλά μας ή δανειζόμαστε μπιχλιμπίδια... Γι' αυτό είναι σημαντικό πριν αρχίσουμε να προσευχόμαστε, να αφιερώνουμε κάποιο χρόνο σε αυτοσυγκέντρωση, να σκεπτόμαστε και να συνειδητοποιούμε την πραγματική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε όταν παρουσιαζόμαστε στο Θεό.
«Η καρδιά είναι έτοιμη, Κύριε, η καρδιά μου είναι έτοιμη» θα πρέπει να μπορούμε να πούμε. «Όπως ποθεί το ελάφι το δροσερό ρυάκι, έτσι ποθεί και η καρδιά μου εσένα, Θεέ μου».
Συχνά εν τούτοις σύρουμε τον εαυτό μας μπροστά στον Θεό, πιέζοντάς τον ασφυκτικά. Κάνουμε κάποιο καθήκον χωρίς καρδιά. Πιέζουμε τον εαυτό μας να εμφανιστούμε όπως ξέρουμε ότι είμαστε κατά βάθος, αλλά χωρίς εκείνη τη στιγμή να το νοιώθουμε. Το ζωογόνο νερό το έχει ρουφήξει η στεγνή άμμος...
Αυτό θα πρέπει, όμως, να το ομολογήσουμε στον Θεό, ο Οποίος είναι η αλήθεια. «Κύριε, Σε πλησιάζω με άδεια καρδιά, όμως πιέζω τον εαυτό μου να σταθώ ενώπιον Σου, από βαθύτερη πίστη. Σ’ αγαπώ και Σε λατρεύω από τα βάθη του είναι μου, όμως σήμερα αυτό το είναι δεν μπόρεσε να βγει στη επιφάνεια».
Κάποτε ανακαλύπτουμε πως δεν είναι από βαθύτερη πίστη που παρουσιαζόμαστε μπροστά στο Θεό, αλλά από ένα δεισιδαίμονα φόβο, «αν δεν προσευχηθώ, ίσως ο Θεός αποσύρει την προστασία Του», σκεπτόμαστε. Θα πρέπει να παραδεχτούμε αυτή την επιφύλαξη και την έλλειψη πίστης και να ελπίσουμε στην αγάπη και στην εμπιστοσύνη του Θεού.
Υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι με τους οποίους παρουσιαζόμαστε ενώπιον του Θεού.  Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλες αυτές τις ποικίλες περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσευχόμαστε. Αλλιώς η προσευχή μας δε θα περιλαμβάνει ούτε καν την αλήθεια εκείνης της στιγμής. Θα είναι ένα τέλειο ψέμα, μια προδοσία του αρχαίου και του νέου Αδάμ που υπάρχει μέσα μας. Δε θα είναι αληθινή ούτε προς αυτό που είναι σταθερό και αιώνιο μέσα μας, ούτε προς τις προσωρινές μας διαθέσεις.
Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Μ' αυτή την έννοια της αλήθειας πρέπει να παραδεχτούμε πως ο Θεός μπορεί και να είναι απών. Αυτή η απουσία φυσικά είναι υποκειμενική, αφού ο Θεός είναι πάντα παρών για τον καθένα μας. Μπορεί εν τούτοις να μείνει αόρατος και δυσνόητος, να μας διαφεύγει. Όσα είπαμε πιο πάνω για την ταπείνωση θα πρέπει να μας φανούν χρήσιμα εδώ. Όταν ο Θεός δε μας προσφέρεται, όταν δεν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε την παρουσία Του, τότε πρέπει να βρούμε τη δύναμη, να περιμένουμε με δέος και σεβασμό.
Υπάρχει όμως κι άλλο ένα στοιχείο σ' αυτή την υποκειμενική απουσία του Θεού. Μια σχέση τότε μόνο μπορεί να είναι αληθινή όταν συντελείται σε κλίμα αμοιβαίας ελευθερίας.  Συχνά νοιώθουμε πως δεν έχουμε παρά να αρχίσουμε να προσευχόμαστε, για να υποχρεώσουμε τον Θεό να μας φανερωθεί· να Τον αναγκάσουμε να μας ακούσει, να μας επιτρέψει να νιώσουμε την παρουσία Του, να μας βεβαιώσει ότι μας ακούει. Αν ήταν έτσι, η σχέση δε θα ήταν ελεύθερη, θα ήταν μηχανική, δε θα 'χε χαρά και αυθορμητισμό. Θα προϋπέθετε επιπλέον ότι βρισκόμαστε πάντοτε στην κατάλληλη φόρμα να δούμε τον Θεό.
Ο Αλφόνσος Σατωμπριάν σε ένα σημαντικό βιβλίο του περί προσευχής με τίτλο La Réponse du Seigneur (Η απάντηση του Κυρίου), μας λέγει πως η αισθητή απουσία του Θεού προέρχεται συνήθως από τη δική μας τύφλωση. Θα ήθελα να εξηγήσω αυτή τη φράση με ένα παράδειγμα:
Ήρθε μια μέρα να με δει κάποιος, ένας άνθρωπος που έψαχνε να βρει τον Θεό επί χρόνια. Μου είπε κλαίγοντας: «Πάτερ, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τον Θεό. Δείξε μου τον Θεό!». Του απάντησα πως δεν ήμουν σε θέση να του Τον δείξω, όμως δε νομίζω πως και ο ίδιος ήταν σε κατάσταση να Τον βρει έτσι κι αλλιώς. Απορημένος με ρώτησε γιατί. Και εγώ τότε του έθεσα ένα ερώτημα που συχνά θέτω σε όσους έρχονται να με συμβουλευτούν: «Υπάρχει κάποιο χωρίο της Αγίας Γραφής που μιλάει στην καρδιά σου -το πιο πολύτιμο χωρίο που έχεις βρει;». «Ναι -μου απάντησε-, η ιστορία της πόρνης στο 8ο κεφάλαιο του Ιωάννη».Τον ξαναρώτησα: «Πού τοποθετείς τον εαυτό σου σε αυτή την ιστορία; αισθάνεσαι σαν να είσαι η γυναίκα που έχει συνειδητοποιήσει το αμάρτημά της και βρίσκεται ενώπιον της κρίσης των ανθρώπων, εν γνώσει της ότι η κρίση τους θα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για αυτήν; Ή ταυτίζεσαι με τον Χριστό που τα καταλαβαίνει όλα και θα τη συγχωρήσει, δίνοντάς της έτσι την ευκαιρία να ζήσει από εδώ και μπρος μια νέα ζωή; Ή σαν τους Αποστόλους, περιμένεις και ελπίζεις σε κάποια απάντηση που θα είναι απαλλακτική; Μήπως είσαι ένας από το πλήθος, ένας από τους γέροντες που γνώριζαν ότι οι ίδιοι δεν ήταν αναμάρτητοι, και γι’ αυτό αποσύρθηκαν πρώτοι από το λιθοβολισμό; Ή από τους νεότερους που κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν ότι και αυτοί δεν ήταν αναμάρτητοι και πέταξαν κατά μέρος τις πέτρες του λιθοβολισμού; Εσύ με ποιον ταυτίζεσαι μέσα σε αυτήν τη δραματική σκηνή;
Σκέφτηκε για λίγο και μετά μου απάντησε: «Είμαι ο μόνος Ιουδαίος που δε θα έφευγα χωρίς να λιθοβολήσω τη γυναίκα». «Να, λοιπόν», του είπα, «έχεις την απάντησή σου. Δεν μπορείς να δεις τον Θεό, ο οποίος για σένα είναι ένας τέλειος άγνωστος».
Δεν υπάρχει εδώ, αλήθεια, κάποια ομοιότητα με όσα ο καθένας μας έχει γνωρίσει; Δεν υπάρχει μέσα στον καθένα μας μια αντίσταση κατά του Θεού, μια άρνηση του Θεού; Ζητώντας Τον δε ζητούμε στην πραγματικότητα ένα Θεό όμοιο με μας, ένα Θεό που να μας βολεύει; Και δεν είμαστε έτοιμοι να απορρίψουμε τον αληθινό Θεό μόλις τον βρούμε;
Είμαστε προετοιμασμένοι να βρούμε τον Θεό όπως είναι, ακόμα και αν η συνάντηση καταλήξει σε καταδίκη μας και η ανατροπή όλων των αξιών που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε σε υπόληψη; Μήπως η απουσία του Θεού από τη ζωή μας και από τις προσευχές μας δεν οφείλεται συχνά στο γεγονός ότι εμφανιζόμαστε σαν άγνωστοι συχνά σε Αυτόν, που αν κάποτε βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του δε θα Τον προσέχαμε ή δε θα Τον αναγνωρίζαμε; Κάτι τέτοιο δε συνέβαινε και όταν ο Χριστός περπατούσε στους δρόμους της Ιουδαίας και της Γαλιλαίας; Πόσοι από τους σύγχρονούς Του δεν Τον συνάντησαν, δεν πέρασαν από δίπλα Του χωρίς να Τον γνωρίσουν ή ακόμα να υποπτευθούν ότι είχε κάτι ξεχωριστό επάνω Του; Κάπως έτσι δεν Τον είδαν τα πλήθη στο δρόμο προς τον Γολγοθά; Σαν έναν εγκληματία, σαν κάποιο που είχε ταράξει τη δημόσια τάξη και τίποτε άλλο; Κάπως έτσι δε σκεπτόμαστε τον Θεό, ακόμα και αν είμαστε σε θέση να νιώσουμε κάπως την παρουσία Του; Και μήπως δεν τον αποφεύγουμε γιατί καταλαβαίνουμε πως θα ταράξει και τις δικές μας ζωές, θα κλονίσει τις αξίες μας;
Υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε να περιμένουμε να Τον συναντήσουμε στην προσευχή μας. Για να το θέσω πιο ωμά, θα έπρεπε να ευχαριστούμε το Θεό με όλη μας την καρδιά που δεν μας παρουσιάζεται σε κάτι τέτοιες στιγμές, που δεν είμαστε έτοιμοι, αφού Τον αμφισβητούμε όχι όπως ο Ιώβ, αλλά όπως ο κακός ληστής στο σταυρό. Μια τέτοια συνάντηση θα ήταν δικαστήριο και καταδίκη για μας. Πρέπει να μάθουμε να κατανοούμε αυτή Του την απουσία και να κρίνουμε τους εαυτούς μας, μια και δε μας κρίνει ο Θεός.
Άλλη μια ιστορία θα μας ερμηνεύσει μια άλλη πλευρά της απουσίας του Θεού. Πριν λίγα χρόνια μια νέα κοπέλα που έπασχε από ανίατη ασθένεια μου έγραφε: «Πόσο ευγνώμων είμαι στο Θεό για την αρρώστια μου. Καθώς αδυνατίζει το σώμα μου, το νιώθω να γίνεται όλο και πιο διάφανο στις ενέργειες του Θεού». Της απάντησα: «Να ευχαριστείς τον Θεό γι' αυτό που σου έχει δώσει, αλλά μην περιμένεις να κρατήσει αυτή η κατάσταση. Θα έρθει η ώρα που αυτό το αδυνάτισμα του κορμιού σου θα πάψει να σε κάνει να αισθάνεσαι πνευματική. Και τότε θα πρέπει να εξαρτάσαι από τη Χάρη και μόνο».
Λίγους μήνες αργότερα μου ξανάγραψε: «Έχω τόσο εξασθενήσει, που δεν έχω πια τη δύναμη να τρέξω να ακουμπήσω στο Θεό. Το μόνο που μου μένει είναι να σιωπώ, να παραδίδω τον εαυτό μου ελπίζοντας ότι ο Θεός θα έρθει προς εμένα». Και πρόσθεσε αυτό που πρέπει να προσέξουμε από όλη αυτή την ιστορία: «Προσευχηθείτε στον Θεό να μου χαρίσει το κουράγιο να μην προσπαθήσω ποτέ να κατασκευάσω μια ψεύτικη παρουσία για να γεμίσω το τρομερό κενό που αφήνει η απουσία Του».
Νομίζω πως οι δύο αυτές ιστορίες δεν χρειάζονται σχόλια. Είναι βασικό να στηριζόμαστε στον Θεό. Δεν πρέπει να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις, ούτε πάλι να στηριζόμαστε στις αδυναμίες μας. Μια συνάντηση με το Θεό είναι μια πράξη ελευθερίας στην οποία ο Θεός έχει τον έλεγχο. Και μόνο όταν είμαστε ταπεινοί, και συγχρόνως αρχίζουμε να αγαπάμε τον Θεό, είναι που μπορούμε να υπομένουμε ή ακόμα και να επωφελούμαστε από την απουσία Του.
Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Αυτή η συνάντηση του Θεού μαζί μας μέσα σε επίμονη προσευχή, πάντα οδηγεί στη σιωπή. Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε δυο ειδών σιωπές. Τη σιωπή του Θεού και τη δική μας εσωτερική σιωπή: Πρώτα η σιωπή του Θεού, συχνά πιο δυσβάσταχτη και από την άρνησή Του -η σιωπή της απουσίας για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Ύστερα, η σιωπή του ανθρώπου, πιο βαθιά και από την ομιλία, και σε πιο στενή επικοινωνία με το Θεό από κάθε λόγο. Η σιωπή του Θεού στις προσευχές μας μπορεί να διαρκέσει πολύ λίγο ή να μας φαίνεται πως διαρκεί μια αιωνιότητα. Ο Χριστός έμεινε σιωπηλός στις προσευχές της Χαναναίας και αυτό την έκανε να συγκεντρώσει όλη την πίστη της, όλη την ελπίδα και την ανθρώπινη αγάπη και να τις προσφέρει στο Θεό για να τον μεταπείσει να επεκτείνει τα προνόμια του Βασιλείου Του και πιο πέρα από τον εκλεκτό Λαό... Η σιωπή του Χριστού την προκάλεσε να ανταποκριθεί, να σταθεί στο ύψος της.
Ο Θεός μπορεί να κάνει το ίδιο και σε μας με πιο σύντομη η πιο παρατεταμένη σιωπή, για να προκαλέσει τη δύναμη και την πίστη μας και να μας οδηγήσει σε μια βαθύτερη σχέση μαζί Του απ’ ό,τι θα'ταν δυνατό αν τα πράγματα μας έρχονταν όπως τα θέλαμε. Καμιά φορά, όμως, η σιωπή μας φαίνεται απελπιστικά τελεσίδικη. Όπως εξηγεί ο Alfred de Vigny:
Εάν, όπως διαβάζουμε, ο Υιός του Ανθρώπου
στον αγιασμένο κήπο έκλαψε
χωρίς να εισακουστεί.
Κι αν μας εγκαταλείπει ο Θεός
σα νά 'μαστε νεκροί,
αρμόζει η καταφρόνια μας στη άδικη θεϊκή απουσία
και με σιωπή ν' απαντήσουμε τη σιωπή.
Μια όμοια αντιμετώπιση δεν αποκομίζουν πολλοί χριστιανοί διαβάζοντας τη διήγηση της αγωνίας του Χριστού στον Κήπο της Γεσθημανής; Αυτή η σιωπή είναι πρόβλημα για μας που πρέπει να το λύσουμε -το πρόβλημα μιας προσευχής που μένει φανερά αναπάντητη. Διαβάζοντας το Ευαγγέλιο βλέπουμε πως η μόνη προσευχή προς τον Θεό που δεν εισακούεται είναι η προσευχή του Χριστού στον κήπο της Γεσθημανή. Αξίζει να το θυμόμαστε αυτό διότι πολύ συχνά προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τη σιωπή του Θεού ως αδυναμία του ανθρώπου ή του ίδιου του Θεού. Θέλοντας να υπερασπιστούμε την τιμή Του, λέμε πως η πίστη μας δεν ήταν τόσο δυνατή, ώστε να απαντηθεί με θαύμα. Όταν πάλι η πίστη μας υστερεί, λέμε πως ίσως ο Θεός δεν μπόρεσε να την απαντήσει είτε από αδυναμία είτε από αδιαφορία. Τι να πούμε τότε για την ίδια την προσευχή του Χριστού που μένει αναπάντητη; Η πίστη του Χριστού, του Υιού του Θεού, είναι δίχως άλλο τέλεια, ούτε μπορούμε να αμφισβητήσουμε την αγάπη του Θεού για Εκείνον, αφού ο ίδιος ο Χριστός μας λέει ότι ο Πατέρας Του θα μπορούσε να στείλει 12 λεγεώνες αγγέλων προκειμένου να Τον σώσει.
Αν ο Χριστός εγκαταλείπεται, αυτό συμβαίνει γιατί ο Θεός έχει σχεδιάσει να βγει κάτι καλύτερο για μας -θυσιάζοντας τη ζωή του Υιού Του. Με αυτό και με τα παραδείγματα άλλων προσευχών στο Ευαγγέλιο βλέπουμε πως η προσευχή μένει άκαρπη χωρίς τη στήριξη της πίστης. Θυμόσαστε το χωρίο όπου ο Χριστός δεν μπορούσε να κάνει θαύματα στη Ναζαρέτ εξαιτίας της απιστίας των κατοίκων; Μόλις έρθει η πίστη, τότε εμφανίζονται και οι συνθήκες για ένα θαύμα, που είναι η Βασιλεία του Θεού σε όλη της τη δύναμη. Και χωρίς άλλη παρέμβαση, απλώς μια και είναι ο Κύριος του Βασιλείου Του, ο Χριστός δρα σαν Παντοκράτωρ, απαντά στις προσευχές μας, μας βοηθά και μας σώζει.  Όταν η πίστη μας έχει αγκιστρωθεί γερά σε Αυτόν, γινόμαστε ικανοί να μοιραστούμε τη φροντίδα Του για τον κόσμο -μοιραζόμαστε τη μοναξιά Του εμπρός στη σιωπή του Θεού-Πατέρα. Πρέπει να το καταλάβουμε ότι η σιωπή του Θεού ή είναι μια πρόκληση σε δυνάμεις που υπνώττουν μέσα μας, ή πάλι τις έχει μετρήσει καλά αυτές τις δυνάμεις και μας προσφέρει ένα μερίδιο του λυτρωτικού έργου του Χριστού.
Η σιωπή και η απουσία του Θεού, αλλά και η σιωπή και η απουσία του ανθρώπου: Μια συνάντηση δε γίνεται ποτέ πλήρης και εις βάθος αν τα δύο μέρη που την πραγματοποιούν δεν είναι σε θέση να παραμείνουν σιωπηλοί μεταξύ τους. Όσο χρειαζόμαστε λόγια και έργα και χειροπιαστές αποδείξεις, σημαίνει ότι δε φτάσαμε στο βάθος και στην πληρότητα που αποζητάμε. Δεν έχουμε βιώσει τη σιωπή που τυλίγει δύο ανθρώπους σε θερμή οικειότητα. Η σιωπή αυτή πάει πολύ βαθιά, πολύ πιο βαθιά απ' ό,τι νομίσαμε ότι είχαμε φθάσει, η εσωτερική μας σιωπή μας οδηγεί στη συνάντηση του Θεού και με τον Θεό και εν τω Θεώ στη συνάντηση του διπλανού μας.
Σ' αυτήν την κατάσταση σιωπής δε χρειάζονται λόγια για να ενωθούμε με το συνάνθρωπό μας, για να επικοινωνήσουμε μαζί του με όλο τον εσωτερικό μας κόσμο, και να προσεγγίσουμε μαζί, και πιο πέρα από τον εαυτό μας Εκείνον που μας ενώνει. Κι όταν η σιωπή βαθύνει αρκετά, τότε θ' αρχίσουμε να μιλάμε από τα βάθη της, φυλάγοντας και προσέχοντας μην τη διακόψουμε με τη θορυβώδη αταξία των λόγων μας. Τότε αρχίζει η περισυλλογή. Το μυαλό μας αντί να προσπαθεί να ξεχωρίσει ανάμεσα σε πλήθος μορφών, όπως κάνει συνήθως, προσπαθεί να ανασύρει απλές φωτεινές μορφές από τα βάθη της καρδιάς. Τότε είναι που το μυαλό κάνει σωστά τη δουλειά του. Γίνεται υπηρέτης σε Εκείνον που εκφράζει κάτι μεγαλύτερο από αυτό. Και τότε βλέπουμε πολύ μακριά, πέρα από τον εαυτό μας και προσπαθούμε να εκφράσουμε μέρος αυτού που βλέπουμε με φόβο και σεβασμό. Τέτοιοι λόγοι, εφόσον δε συντελούν στο να ευτελίσουν ή να εκλογικεύσουν την όλη εμπειρία, δε διασπούν τη σιωπή, αλλά την εκφράζουν. Υπάρχει ένα αξιομνημόνευτο χωρίο κάποιου Καρθουσιανού συγγραφέα του μεσαίωνα που λέει πως αν ο Χριστός είναι ο Λόγος του Θεού, ο Πατέρας είναι η δημιουργική σιωπή που δεν μπορεί παρά να παράγει «λόγο» αντάξιό της.
Κάποια γεύση αυτής της καταστάσεως έχουμε στις στιγμές της σιωπής μας. Κάποτε αυτή η σιωπή μας σκεπάζει σαν θαύμα, σαν δώρο Θεού. Πολύ συχνά πρέπει να μάθουμε να της αφήνουμε χώρο μέσα μας. Χρειαζόμαστε πίστη, αντοχή, και ελπίδα και ακόμα εκείνη την εσωτερική ειρήνη που οι Έλληνες Πατέρες ονομάζουν ησυχία. Η προσευχή έχει ανάγκη από αυτή την ησυχία, που δεν ερμηνεύεται ούτε ως δραστηριότητα ούτε ως παθητικότητα. Είναι μια γαλήνια ένταση προσοχής. Πρέπει παράλληλα με την άσκηση του σώματος και του πνεύματος να μάθουμε να φθάνουμε σ' αυτή την τέλεια προσευχή της εσωτερικής σιωπής.
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ Ο ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΑΣ
Κι εδώ ερχόμαστε στην τελική φάση της έρευνάς μας όσον αφορά αυτή τη συνάντηση, ερχόμαστε στη συνάντηση με την ανθρώπινη κοινότητα.
Αυτή η ανθρώπινη κοινότητα μας προσεγγίζει από δύο διαφορετικές σκοπιές. Από τη μια είναι η κοσμική κοινότητα, το σύνολο των ανθρώπων γύρω μας, στο οποίο ανήκουμε. Από την άλλη είναι η κοινότητα της Εκκλησίας, στην οποία επίσης ανήκουμε. Στην κοσμική κοινότητα ο χριστιανός πρέπει να είναι η παρουσία του Χριστού. Αυτό σημαίνει ολοκληρωτικό δόσιμο. Η κεντρική πράξη στην οικονομία της σωτηρίας είναι η ενσάρκωση του Λόγου του Θεού, μια πράξη δια της οποίας ο Μεγάλος, ο ελεύθερος Θεός γίνεται ένα με μας, συμμετέχει στα προβλήματά μας αιωνίως. Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να συμμετέχει και ο χριστιανός. Δεν το είπε εξάλλου ο Χριστός; «Καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς...»(Ιωάννης 20,21) .Όπως είπε και το ότι σας στέλνω στον κόσμο ως πρόβατα μεταξύ λύκων, και το άλλο, να είμαστε στον κόσμο, αλλά να μην είμαστε «εκ του κόσμου» (Ιωάννης 17,13-21).
Αυτό μας επιφορτίζει να πλησιάσουμε όλο τον κόσμο και κάθε μέλος της ανθρώπινης κοινωνίας προσωπικά, αλλά και με νέο τρόπο: εν Θεώ και κάτω από το βλέμμα του Θεού. Και επίσης να ζυγίζουμε το καθετί με νέο τρόπο, με τον τρόπο του Θεού που δεν ήρθε να κρίνει τον κόσμο, αλλά να τον σώσει, του Θεού που τόσο αγάπησε τον κόσμο, ώστε να θυσιάσει το μονογενή Του Υιό υπέρ της σωτηρίας μας.
Στο Ευαγγέλιο υπάρχει μια ριζική αλλαγή αξιών όσον αφορά τη συνάντηση μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Όχι ότι το καλό και το κακό παύουν να έχουν το ίδιο νόημα, αλλά το κακό αντιμετωπίζεται ως πληγή που απασχολεί τον πλησιόν μας και από την οποία πάσχουμε και εμείς. Μας δίνεται η δυνατότητα να μισούμε το κακό και να αγαπάμε τον πλησίον μας πάρα πολύ, μέχρι θανάτου.
Κάποιος Ρώσος επίσκοπος που μαρτύρησε είχε πει ότι είναι προνόμιο του χριστιανού να πεθάνει ως μάρτυρας, γιατί μόνο ένας μάρτυρας μπορεί την ημέρα της κρίσεως να σταθεί ενώπιον του Θεού και να υπερασπιστεί τους διώκτες του: «Κύριε, στο όνομά Σου και σύμφωνα με το παράδειγμά Σου τους συγχωρώ. Μην τους ζητήσεις τίποτε άλλο».  Αυτή η ανατροπή των αξιών κυριαρχείται από το μυστήριο του Σταυρού, από τη θανάτωση του αθώου υπέρ του ενόχου. Βλέπουμε τρεις σταυρούς πάνω στο Γολγοθά: Των δύο ληστών και του σαρκωθέντος Υιού του Θεού. Ο ληστής στα αριστερά του Χριστού κρίνει σύμφωνα με τις ανθρώπινες αξίες -εάν η ανθρώπινη δικαιοσύνη διέπραξε το έγκλημα να σταυρώσει έναν αθώο, τότε χάνει το δικαίωμα να αποκαλείται δικαιοσύνη. Έτσι ο εγκληματίας μπορεί να την εγκαλέσει, να την βρίσει, να την απορρίψει, να την αρνηθεί. Και πεθαίνει σε κατάσταση επαναστάσεως. Ο ληστής στα δεξιά του Χριστού, βλέπει ότι η ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι δυνατό να διαπράξει αδικία καταδικάζοντας έναν αθώο, όπως και έναν ένοχο. Δέχεται τον πόνο και την καταδίκη του, επειδή ένας αθώος υποφέρει μαζί του. Έτσι βρίσκει την ειρήνη και πάει στον Παράδεισο.
Από τη σταύρωση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και μπρος, από τότε που ο ενανθρωπήσας Θεός παρουσιάστηκε σαν εγκληματίας, δεν μπορούμε να κρίνουμε τους εγκληματίες με τον ίδιο τρόπο που τους έκρινε ο αρχαίος κόσμος. Δεν μπορούμε πλέον να έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στη μαρτυρία της λογικής και των αισθήσεών μας.
Τις πράξεις που καταδικάζουμε τις βλέπουμε κάτω από το βλέμμα του Θεού και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε τη ζωή μας, ακόμα και για τον άνθρωπο που διέπραξε το κακό. Όταν μάλιστα είμαστε εμείς τα θύματα αυτών των πράξεων, τότε παίρνουμε ξεχωριστή δύναμη, τη θεία δύναμη να συγχωρούμε αυτά τα κακά και τώρα και για πάντα. Αυτό σημαίνει πως η προσευχή μας είναι μια κατάσταση δια της οποίας παρουσιάζουμε στον Θεό όλα όσα συμβαίνουν σε έναν κόσμο που αποξενώθηκε από Αυτόν. Η προσευχή μας έχει μια ιερατική λειτουργικότητα. Πρέπει να θυσιάσουμε το εγώ μας. Είμαστε το βασίλειο ιεράτευμα που καλείται να καθαγιάσει τα πάντα. Καταδικάζουμε το κακό που βλέπουμε να γίνεται, αλλά ο δράστης είναι αδελφός μας και πρέπει να προσευχηθούμε και να ζήσουμε και να πεθάνουμε γι’αυτόν. Αυτό είναι και το νόημα της μεσολάβησης που θα εξετάσουμε αργότερα.
Ανακαλύπτουμε το Θεό εν τω Χριστώ μέσα στην κοινωνία της Εκκλησίας. Η γνήσια χριστιανική συνάντηση περιλαμβάνει τον αόρατο κόσμο, στην εξωτερική και εσωτερική του μορφή, και τον Θεό του σύμπαντος σε όλη την αόρατη οντότητα Του. Η χριστιανική συνάντηση πρέπει να περιλαμβάνει το σύμπαν ολόκληρο. Ο μη πιστός δεν αντιλαμβάνεται το μέρος του κόσμου που είναι αόρατο.
Δυστυχώς και ο χριστιανός μένει συχνά τυφλός στην παρουσία του ορατού κόσμου, και αυτό το θεωρεί αρετή. Στα ενδιαφέροντα του χριστιανού όμως πρέπει να περιλαμβάνεται ολόκληρη η ανθρώπινη κοινότητα, με όλα της τα προβλήματα και όλο της το μέλλον, το εγγύς και το απώτερο. Η προσευχή του χριστιανού πρέπει να 'ναι τόσο πλατιά, που να τα χωράει όλ' αυτά. Αν φέρναμε πιο συχνά στο νου μας πως το καθετί έχει αξία και τίποτε δεν είναι βέβηλο παρά μόνο όταν εμείς το κάνουμε να είναι, αρνούμενοι την αγιότητά του, θα είχαμε λιγότερες παρεμβολές στην προσευχή μας. Ο κόσμος μπορεί και μας αποσπά από τον Θεό, όταν προσευχόμαστε. Όταν μάλιστα κάτι μας στενοχωρεί και συγχρόνως αισθανόμαστε ανήμποροι να βρούμε τον Θεό με ησυχία, τότε προσπάθουμε -χωρίς αυτό να είναι σωστό- να βγάλουμε από το μυαλό μας αυτή τη στεναχώρια σαν να ήταν εμπόδιο ανάμεσα στον Θεό και σε μας. Θεωρούμε κακό να βρεθεί κάτι άλλο να τραβήξει την προσοχή μας όταν στεκόμαστε μπροστά στο Θεό.   Νομίζω πως αντίθετα μπορούμε τις πιο πολλές φορές να πλησιάσουμε τον Θεό μοιράζοντας μαζί Του τη στενοχώρια μας, αντί να προσπαθούμε να την αποδιώξουμε. Πρέπει μάλιστα να Του την παρουσιάσουμε με κάθε λεπτομέρεια, αλλά και με ακρίβεια και νηφαλιότητα, να Του την παρουσιάσουμε όπως η μητέρα φέρνει το παιδί της στο γιατρό που του έχει εμπιστοσύνη. Και να πούμε στο Θεό: «Μόνο γι’ αυτό μπορώ να Σου μιλήσω τούτη τη στιγμή. Συ ως παντογνώστης δες το πρόβλημά μου, κατανόησέ το με τη δική Σου κατανόηση».
Όταν λοιπόν με αυτό τον τρόπο φέρνουμε μπροστά στον Θεό κάποιο πρόσωπο ή κατάσταση που μας απασχολεί, θα πρέπει να μπορέσουμε να αποδεσμεύτουμε απ’ αυτό. Αλλά τούτο απαιτεί πίστη, όπως και η ευκολία με την οποία μπορούμε να απαλλαγούμε από οποιαδήποτε φροντίδα αποτελεί το μέτρο της πίστης μας. Εάν μπορέσουμε να πούμε: «Κύριε, τώρα Σου τα είπα όλα, η καρδιά μου ειρήνεψε και μπορώ να αφεθώ σε Σένα», εάν η καρδιά μας ειρηνέψει πραγματικά, εάν ο νους μας ελευθερωθεί πραγματικά από τη στεναχώρια, τότε η πίστη μας είναι πλήρης. Εναποθέσαμε το φορτίο μας στα πόδια του Θεού και Εκείνος το κουβαλάει ήδη στους πλατείς ώμους του.
Έτσι βλέπουμε πόσο εύκολο είναι στη στενοχώρια μας να συναντήσουμε το Θεό, εφόσον φέρουμε εμπρός Του τις στενοχώριες μας με απλοχεριά και χωρίς ιδιοτέλεια. Διότι αυτός είναι ο Θεός της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτός μας δημιούργησε, και έγινε άνθρωπος στην πιο πλήρη, πιο οδυνηρή, πιο πλούσια και πιο ταπεινή έννοια της λέξης, για να μας σώσει και να μας φέρει κοντά Του.

Με την προσευχή της συμπόνοιας πρέπει τόσο να εμπλεκόμαστε με τα ανθρώπινα όσο και ο Χριστός με την ενσάρκωσή Του. Χρειάζεται να προβαίνουμε σε δραστηριότητες που ανταποκρίνονται στην προσευχή μας και την καταξιώνουν. Προσευχή χωρίς έργα είναι ένα ψέμα. Αυτή είναι και η ουσιαστική φύση της μεσιτείας στην προσευχή.

Αττίλας Α και Β

η ταινία του  σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη, με δικές του εμπειρίες....

Ποιος ήταν ο Αττίλας=θρίλερ
και με λίγα λόγια 37 χρόνια μετά....

και ένα ανέκδοτο!!


Ποιος είναι ο Νυμφίος?




Στόχος της σχολικής χρονιάς 2013-2014

Μνήμη κατεχομένων
Δεν ξεχνώ-Γνωρίζω-Αγαπώ και αγωνίζομαι. Διεκδικώ.
Μπορείτε να ξαναδείτε την ταινιούλα και να γράψετε τις εισηγήσεις σας.
Συγνώμη υπάρχει πρόβλημα να το ανεβάσω. Βλέπουμε λίγα άλλα σχετικά...

Δεν ξεχνώ....




το 1997

επίσκεψη στη Ζώδια


μνημεία της κατεχόμενης Κύπρου με τον ΄Αντρο Παυλίδη


κατεχόμενη πολιτιστική κληρονομιά


θα πάμε πίσω?


η πόλη "φάντασμα"

η εργασία ενός μαθητή μας για ένα διαγωνισμό

ακομη να τη βρω


το 2007 τι κάνει ο Αττίλας



κατεχόμενη Λευκωσία

περιήγηση στην κατεχόμενη Λευκωσία



Η γρια Λυσιώτισσα στο κατεχόμενο χωριό της

η κατάσταση εκεί ποιά είναι σήμερα?

τι λέει μια εγκλωβισμένη μαθήτρια

άλλα κατεχόμενα μερη

 Καραβάς - Λάπηθος


Ακανθού