ευθανασία


Η λέξη Ευθανασία

* Ευθανασία: Από το ευ, καλός και θάνατος. Ο καλός, ο ευτυχισμένος θάνατος, λ.χ. ο θάνατος του Διαγόρα, κατά την περιφορά από τους ολυμπιονίκες γιους του στο στάδιο της Ολυμπίας («κάτθανε Διαγόρα, ουκ ες ΄Ολυμπον αναβήσεις»).
* Ευθάνατος, το επίθετο. «Το γήρας άμοχθον και ευθάνατον ποιήσει...» (Παύλος Αλεξανδρεύς, 4ος  αι. μ.Χ.).
* Ευθανατώ, το ρήμα. «Ευθανατείν, το μετά ποιού κατ' αρετήν τελευτάν» (Ιωάννης Στοβαίος, 5ος  αι. μ.Χ.).

 Βίος αβίωτος ή αξιοπρέπεια;

Με τον όρο «ευθανασία» (ευ+θάνατος) υπονοείται κυρίως η πρόκληση ανώδυνου (σωματικά και ψυχικά) θανάτου σε ανίατο ασθενή, που υποφέρει, χωρίς πλέον να έχει ελπίδα θεραπείας, με σκοπό τη λύτρωσή του. Συνήθως γίνεται διάκριση μεταξύ ενεργητικής και παθητικής ευθανασίας.

Η πρώτη υφίσταται όταν με συγκεκριμένες θετικές ενέργειες επέρχεται από τρίτο πρόσωπο ο θάνατος του ασθενή, ενώ η δεύτερη, όταν δεν λαμβάνονται μέτρα προς παρεμπόδισή του, όπως όταν απλώς διακόπτεται η παροχή ιατρικής βοήθειας.

Από τα βασικότερα ειδικά θέματα της βιοηθικής, η ευθανασία αναδύεται κατά καιρούς στην επικαιρότητα, προκαλώντας έντονες συζητήσεις. Πολλά τα ερωτήματα που δημιουργεί -αφορούν την Ιατρική, τη Νομική, τη Θεολογία, την Κοινωνιολογία και την Ψυχολογία-, βασικότερο των οποίων είναι: Νομιμοποιούμαστε να αφαιρέσουμε μιαν ανθρώπινη ζωή, ακόμα κι όταν αυτή έχει χάσει κάθε αξιοπρέπεια;

΄Οταν, με άλλα λόγια, το δίλημμα αφορά άτομα, για τα οποία δεν υπάρχει πλέον θεραπευτική ελπίδα, όταν ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και επικείμενος και παράλληλα ο ασθενής υποφέρει από πόνους ισχυρούς, έλλειψη δυνατότητας εξυπηρέτησης, κατακλίσεις κ.λπ.; ΄Οταν ακόμη, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο θάνατος είναι ήδη γεγονός, όπως στις περιπτώσεις θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους, ενώ εξακολουθεί ακόμη να υπάρχει αναπνοή και κυκλοφορία, περιπτώσεις γνωστές ως άτομα «κλινικά νεκρά»;

Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν την ευθανασία αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου. ΄Αλλοι, αντιθέτως, αντικρούουν την άποψη αυτή και καταλογίζουν ποινική ευθύνη στο πρόσωπο που επιχειρεί ευθανασία. Πολλές συζητήσεις γίνονται και πολλά επιχειρήματα προβάλλονται και από τις δύο πλευρές. Μια ευρωπαϊκή χώρα, η Ολλανδία, πρόσφατα νομιμοποίησε την ευθανασία. ΄Αλλες, ακόμη, την υποστηρίζουν σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η Δανία, η Κίνα, ο Καναδάς, η Αυστραλία. ΄Αλλες χώρες αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό το ζήτημα αυτό. Η ελληνική νομοθεσία και νομολογία είναι μέχρι στιγμής αρνητικές κατά πλειοψηφία στο θέμα της ευθανασίας. (Από την ευθανασία διακρίνεται στην ελληνική νομοθεσία η λεγόμενη «ανθρωποκτονία εξ οίκτου», η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από το α. 300 του Π.Κ. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, όταν κάποιος αποφάσισε και διέπραξε ανθρωποκτονία, ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο γι’ αυτόν που πάσχει από ανίατη ασθένεια. Πρόκειται για αξιόποινη πράξη, η οποία τιμωρείται ηπιότερα ως ιδιώνυμο έγκλημα σε σύγκριση με την κοινή ανθρωποκτονία με πρόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 299 του Π.Κ.).

Δύσκολο, στην κάθε περίπτωση, να καταπιαστεί κάποιος μ’ έναν παρόμοιο, εξαιρετικά ευαίσθητο προβληματισμό, από τη στιγμή που αυτός σχετίζεται με τις βασικές έννοιες της ζωής και του θανάτου. Και ίσως αξίζει τον κόπο, ως συμβολή στη συζήτηση, να αναρωτηθεί κάποιος τι σημαίνει και πώς αντιμετωπίζεται ο θάνατος στις μέρες μας και πώς έχουν μετατεθεί στην εποχή μας τα ίδια τα όρια ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.

Ο θάνατος αποτελεί μέρος της καθημερινής μας ζωής, μιαν αναπόφευκτη πραγματικότητα που όλοι θα αντιμετωπίσουμε κάποια στιγμή. Στις αναπτυγμένες χώρες, σήμερα, η πλειονότητα των θανάτων, οφείλεται σε κάποια χρόνια και απειλητική για τη ζωή ασθένεια. Χάρη στην πρόοδο της ιατρικής επιστήμης και τεχνολογίας, οι αιτίες που οδηγούν στο θάνατο και οι συνθήκες μέσα στις οποίες πεθαίνει το άτομο, έχουν διαφοροποιηθεί πολύ από τις αρχές του αιώνα (Nuland, 1994). Ο Ziegler (στο βιβλίο του Romish-Katholishe Wertung der euthanasie) λέει: «Σήμερα ο θάνατος έπαψε να είναι ένα γεγονός της ζωής, της οικογένειας και της κοινότητας. Από το οικείο και αγαπητό περιβάλλον της οικογένειας, εξορίστηκε στο αφιλόξενο περιβάλλον του νοσοκομείου ή του γηροκομείου, όπου περιορίστηκε σ’ ένα σιωπηλό δωμάτιο. Εκεί ο θάνατος περιθωριοποιήθηκε, χωρίς να ενοχλεί τους συγγενείς, που εργάζονται ή διασκεδάζουν».

Ταυτόχρονα, επικρατούν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το πότε ένας άρρωστος θεωρείται ότι «πεθαίνει». Μερικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι το άτομο πεθαίνει όταν ο γιατρός, βασιζόμενος στις κλινικές και εργαστηριακές εξετάσεις, θέτει τη διάγνωση μιας σοβαρής και απειλητικής για τη ζωή ασθένειας. ΄Αλλοι θεωρούν βασική προϋπόθεση την ενημέρωση του αρρώστου σχετικά με τη διάγνωση και πρόγνωση της αρρώστιας του. Και ορισμένοι εκτιμούν ως απαραίτητη τη συνειδητοποίηση και αποδοχή της θανατηφόρου ασθένειας, από το ίδιο το άτομο. Τέλος, μια πιο σύγχρονη άποψη υποστηρίζει ότι ο άρρωστος πεθαίνει όταν κανένα θεραπευτικό μέσο δεν είναι πλέον σε θέση να αντιστρέψει τη διαρκώς φθίνουσα κατάσταση της υγείας του, ούτε επαρκεί για να τον διατηρήσει στη ζωή (Kastebaum & Kastebaum 1989).
     Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω παρατηρήσεις, γίνεται σαφές ότι το αρχικό μας ερώτημα:«Νομιμοποιούμαστε να αφαιρέσουμε μιαν ανθρώπινη ζωή, ακόμα κι όταν αυτή έχει χάσει κάθε αξιοπρέπεια;» μπορεί εύκολα να αντιστραφεί ως εξής: «Νομιμοποιούμαστε να διατηρήσουμε με τεχνητά μέσα μιαν ανθρώπινη ζωή, όταν αυτή έχει χάσει κάθε αξιοπρέπεια;».
Και ο τερματισμός της οδύνης του «αβίωτου» βίου ενός ασθενούς, που μάλιστα ικετεύει τους πάντες για τερματισμό των δεινών του, η προσφορά σ’αυτόν ενός ανώδυνου τέλους, μπορεί να θεωρηθεί μια πράξη αγάπης. Με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι προηγουμένως έχουν σταθμιστεί όλοι οι παράγοντες. ΄Εχει, δηλαδή, σταθμιστεί με ακρίβεια η διάγνωση, ώστε η ευθανασία να μη μεταβληθεί σε επιστημονική δολοφονία. ΄Εχουν υπολογιστεί τα θεραπευτικά μέσα, τουλάχιστον όσον αφορά το εγγύς μέλλον (που ίσως προλάβουν τον άρρωστο).
΄Εχουν ληφθεί υπόψη η εμπορευματοποίηση των μοσχευμάτων και η επιθυμία των ασφαλιστικών ταμείων να μην έχουν αυξημένες δαπάνες για κρεβάτια ανίατων ασθενών. ΄Εχει εκτιμηθεί η ψυχοσύνθεση των συγγενών του πάσχοντος. ΄Εχει σταθμιστεί η ψυχοσωματική δομή του κάθε ασθενούς ιδιαίτερα, ώστε να μη γενικεύεται «ελαφρά τη καρδία», η πράξη της ευθανασίας.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ: Λάμπρος Δ. Καράμπελας, Η Ευθανασία και το δικαίωμα στη ζωή και στο θάνατο, Αθήνα, 1987. Παναγιώτης Ανδρ. Καίσαρης, Περί της Ευθανασίας, Πάτρα, 1999. Ιάσων Ευαγγέλου, Το Πρόβλημα της Ευθανασίας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1999. Δανάη Παπαδάτου, Φ. Αναγνωστοπούλου, Η ψυχολογία στο χώρο της υγείας. Αθήνα 1997.
ΠΗΓΗ: εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ένθετο ΑΦΙΕΡΩΜΑ,16/01/2001
 Εσείς τι λέτε;