SIDDHARTHA
(Σιντάρτα): (ατυχώς οι εικόνες δεν υπάρχουν εδώ)
Το βιβλίο ΣΙΝΤΑΡΤΑ το μυθιστόρημα του Έρμαν Έσσε σε ηλεκτρονική μορφή: |
Ταινία
βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Hermann Hesse (1877-1962), ο οποίος πήρε
Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1946. Είναι το 9ο μυθιστόρημα του Έσσε και κυκλοφόρησε
στη Γερμανία το 1922 και στις ΗΠΑ το 1951. Ο Έσσε περιγράφει το πνευματικό
ταξίδι ενός Ινδού, του Σιντάρτα, ο οποίος υποτίθεται ότι έζησε την εποχή του
Βούδα (563-483 π.Χ.). Ο Βούδας υπολογίζεται ότι γεννήθηκε μεταξύ του 563 και
του 400 π.Χ. «Σιντάρτα» σημαίνει: «Αυτός που έχει ΠΕΤΥΧΕΙ το ΣΤΟΧΟ του, αυτός
που έχει βρει το ΝΟΗΜΑ της ύπαρξης». Σιντάρτα Γκοτάμα ήταν το όνομα του Βούδα,
του πρίγκιπα του Νεπάλ, πριν βιώσει την εμπειρία του ΦΩΤΙΣΜΟΥ.
Με μαύρα γράμματα είναι οι κανονικοί υπότιτλοι της ταινίας και με σκούρο πορτοκαλί αποσπάσματα από την έντυπη έκδοση του μυθιστορήματος του Έσσε που προστέθηκαν ως υπότιτλοι σε τμήματα της ταινίας που δεν υπήρχαν διάλογοι.
Στη
σκιά του σπιτιού και στον ήλιο της ακροποταμιάς, μεγάλωνε ο Σιντάρτα, ο γιος
του βραχμάνου, μαζί με τον Γκοβίντα το φίλο του, επίσης γιο βραχμάνου. Μπορούσε
ήδη να προφέρει το «Ομ», τη λέξη των λέξεων, ήξερε να το λέει μέσα του σιωπηλά
με την εισπνοή και να το ξαναλέει με την εκπνοή του, με τον νου του
συγκεντρωμένο. Χαρά κυρίευε την καρδιά του πατέρα, για το γιο του που ήταν τόσο
υπάκουος, που διψούσε για μάθηση, καθώς τον έβλεπε να αναπτύσσεται σ’ ένα σοφό
ιερέα, ξεχωριστό βραχμάνο. Κι ο Γκοβίντα το ήξερε: ο Σιντάρτα δε θα γινόταν
ποτέ ένας συνηθισμένος βραχμάνος, ένας φυγόπονος κακός ιερέας, άπληστος έμπορος
μαγικών τύπων, ένας ανόητος ρήτορας. Όλοι αγαπούσαν τον Σιντάρτα. Όμως ο
Σιντάρτα, δεν εύρισκε καμιά χαρά μέσα του, καμιά ευχαρίστηση. Ένιωθε ότι η
αγάπη του πατέρα του και της μητέρας του ακόμα και η αφοσίωση του φίλου του
Γκοβίντα δε θα του ‘φερναν πάντα ευτυχία, δε θα τον γαλήνευαν, δε θα τον
χόρταιναν, δε θα του αρκούσαν. Ένιωθε ότι δε γέμιζε, το πνεύμα του δεν ήταν
ικανοποιημένο, η ψυχή του δεν ήταν ήσυχη, η καρδιά του δε ήταν γαλήνια. Τα
καθαρτήρια λουτρά δε χόρταιναν τη δίψα του. Δε χόρταιναν την καρδιά του. Οι
θυσίες δεν του χάριζαν ευτυχία. Ήξερε ότι το Άτμαν, βρίσκεται μέσα του αλλά πώς
θα έφτανε μέχρι το εσώτατο Εγώ; «Και πώς θα φτάσω μέχρι το Εγώ, μέχρι το
Άτμαν;» Αχ, κανένας δε δείχνει αυτό το δρόμο, κανένας δεν τον ξέρει, ούτε ο
πατέρας, ούτε οι σοφοί και οι δάσκαλοι, ούτε οι ιεροί ύμνοι των θυσιών.
-
«Λοιπόν, έκανες το μπάνιο σου; Θα πας στο ναό;»
-
«Θα πάω»
Όλα τα ήξεραν οι βραχμάνοι και τα ιερά βιβλία τους,
αλλά τί αξίζει να τα ξέρει κανείς όλα όταν δεν ξέρει το Ένα και Μοναδικό, το
σπουδαιότερο και σημαντικότερο απ’ όλα; Πώς να φτάσει στο Άτμαν; Βέβαια, τα
ιερά βιβλία, οι Ουπανισάδες, μιλούσαν γι’ αυτό το έσχατο: «η ψυχή σου είναι ο
κόσμος όλος». Αλλά πού ήταν αυτοί που κατόρθωσαν να βιώσουν αυτή τη βαθύτερη
γνώση;
-
«Είναι τόσο γαλήνια εδώ ...»
-
«Μια χαρά αν είσαι στην ηλικία του πατέρα μου!
Αλλά
αν είσαι νέος ... θέλω να γίνω σάντου (άγιος)!»
«Θέλω
να είμαι ελεύθερος, άγριος. Θέλω πραγματικά να
είμαι
άγιος!» - «Αλλά πώς θα το πεις στον πατέρα σου;»
-
«Δεν ξέρω, αλλά θα του μιλήσω σήμερα»
-
«Θα θυμώσει πολύ!» - «Δεν νομίζω!» - «Όχι;»
-
«Δεν νομίζω ότι θα θυμώσει. Θα του ζητήσω να
μου
δώσει την άδεια του να κάνω ό,τι εγώ θέλω»
-
«Ξέρεις, ο πατέρας σου έχει κάτι πολύ γαλήνιο
και
ισορροπημένο. Ο τρόπος που κάνει το (τελετουργικό)
λουτρό
κάθε μέρα στον Γάγγη. Υπάρχει κάτι ωραίο!»
-
«Δεν είναι ωραίο. Είναι πανομοιότυπο! Τα πάντα
επαναλαμβάνονται
πανομοιότυπα, Γκοβίντα. Ο ποταμός,
οι
ναοί, τα βουνά, οι άνθρωποι, τα βράχια,
η
άμμος, τα βήματα. Τα πάντα είναι τα ίδια».
Τέτοιες
ήταν οι σκέψεις του Σιντάρτα, αυτές ήταν η δίψα του, αυτές ήταν ο πόνος του,
αυτές ήταν ο πόθος του. Το βράδυ, μετά την ώρα της περισυλλογής, είπε ο
Σιντάρτα στον Γκοβίντα: «Αύριο τα χαράματα, φίλε μου, ο Σιντάρτα θα πάει στους
σαμάνους. Θα γίνει κι αυτός σαμάνος». - «Σιντάρτα, θα στο επιτρέψει ο πατέρας
σου;» - «Γκοβίντα, ας μη σπαταλάμε τα λόγια μας. Τα ξημερώματα θα αρχίσω τη ζωή
του σαμάνου». Ο Σιντάρτα μπήκε στο δωμάτιο και είπε στον πατέρα του: «Με την άδεια
σου, θέλω να αφήσω αύριο το σπίτι σου και να πάω στους ασκητές. Η επιθυμία μου
είναι να γίνω σαμάνος. Μακάρι ο πατέρας μου να μην είναι αντίθετος».
Γιε
μου, αχ, γιε μου.
-
«Θα συνεχίσεις να στέκεσαι όρθιος μέρα και νύχτα,
περιμένοντας
την άδεια μου;».
-
«Θα συνεχίσω να στέκομαι και να περιμένω».
-
«Θα κουραστείς Σιντάρτα»
-
«Θα κουραστώ;».
-
«Θα αποκοιμηθείς». - «Θα αποκοιμηθώ;».
-
«Θέλεις να πεθάνεις». - «Θέλω να πεθάνω;».
-
«Και προτιμάς να πεθάνεις
παρά
να υπακούσεις στον πατέρα σου;»
«Ποτέ
δεν θα παρακούσω τον πατέρα μου.
Σε
παρακαλώ, δώσε μου την ευχή σου».
-
«Θα παραιτήσεις αυτή την επιθυμία να γίνεις σάντου;»
-
«Ο Σιντάρτα θα κάνει ό,τι του πει ο πατέρας του».
-
«Εντάξει. Δεν μπορώ να σε σταματήσω.
Είσαι
πλέον άντρας.
Πήγαινε
στο δάσος. Αν στο δάσος βρεις την αλήθεια
έλα
πίσω και πες μου γι' αυτήν. Κι αν δεν βρεις τίποτα
και
πάλι έλα πίσω. Σαν το ποτάμι, όλα επιστρέφουν».
Μια
μέρα πέρασαν από την πόλη του Σιντάρτα σαμάνοι, ασκητές που πήγαιναν να
προσκυνήσουν, λιγνοί, σβησμένοι άνδρες, σχεδόν γυμνοί, καμένοι από τον ήλιο.
-
«Ήρθες», είπε ο Σιντάρτα.
-
«Ήρθα», είπε ο Γκοβίντα.
Το
βράδυ της ίδιας κιόλας μέρας πρόφτασαν τους ασκητές, τους λιγνούς σαμάνους,
ενώθηκαν μαζί τους και τους υποσχέθηκαν υπακοή. Έγιναν δεκτοί. Στο δρόμο ο
Σιντάρτα χάρισε τη φορεσιά του. Κράτησε ένα κομμάτι ύφασμα μόνο και ένα άραφτο
πανωφόρι στο χρώμα της γης. Έτρωγαν μια φορά μόνο τη μέρα και ποτέ μαγειρεμένη
τροφή. Νήστεψε δεκαπέντε μέρες, νήστεψε εικοσιοχτώ μέρες. Το βλέμμα του πάγωνε
όταν συναντούσε γυναίκες. Οι μορφασμοί φανέρωναν την περιφρόνηση του όταν
περνούσαν από μια πόλη με καλοντυμένους ανθρώπους. Έβλεπε εμπόρους να πουλούν
και να αγοράζουν, πρίγκιπες να πηγαίνουν για κυνήγι, ανθρώπους με πένθος να
θρηνούν τους νεκρούς τους, πόρνες να προσφέρουν το κορμί τους, γιατρούς να
φροντίζουν αρρώστους, ιερείς να ορίζουν τη μέρα της σποράς, ερωτευμένους να
αγαπιούνται, και όλα αυτά δεν άξιζαν ούτε ένα βλέμμα, όλα ήταν ψεύτικα, όλα
εξαπατούσαν: οι αισθήσεις, η ευτυχία, η ομορφιά, όλα ήταν φθαρτά. Ένας ήταν ο
σκοπός του Σιντάρτα, ένας και μοναδικός. Να αδειάσει όλο το περιεχόμενο της
καρδιάς του, να απαλλαγεί από τη δίψα, την επιθυμία, να απαλλαγεί από τα
όνειρα, να απαλλαγεί από τη χαρά και τον πόνο. Να σκοτώσει τον εαυτό του, να
μην υπάρχει πια «Εγώ». Όταν δαμαζόταν και πέθαινε κάθε μορφή του «Εγώ», όταν
σώπαινε κάθε μανία και κάθε ορμή της καρδιάς, τότε θα μπορούσε να ξυπνήσει το
εσώτατο στοιχείο της ουσίας, αυτό που δεν είναι πια «Εγώ», το Άτμαν. Ο Σιντάρτα
μάθαινε να κρατάει την αναπνοή του, μάθαινε να αρκείται σε λίγες ανάσες,
μάθαινε να σταματάει την αναπνοή. Μάθαινε, με την αναπνοή, να ησυχάζει τους
χτύπους της καρδιάς του και να τους ελαττώνει, σχεδόν να τους σταματάει. Πολλά
έμαθε ο Σιντάρτα στους σαμάνους, έμαθε να παίρνει πολλούς δρόμους που οδηγούν
μακριά από το Εγώ. Χιλιάδες φορές δραπέτευσε από το Εγώ, αλλά ένιωθε πάλι τον
πόνο της ζωής, ξαναεμφανιζόταν το Εγώ, κυρίαρχο και δυνατό.
-
«Εσύ τι νομίζεις, Γκοβίντα;
Έχουμε
προχωρήσει; Φτάσαμε στον στόχο μας;»
-
«Μάθαμε πολλά και συνεχίζουμε να μαθαίνουμε.
Εσύ,
Σιντάρτα, θα γίνεις μεγάλος άγιος, γιατί
τα
μαθαίνεις όλα τόσο γρήγορα! Οι γέροντες
σάντου
έλεγαν ότι μια μέρα θα γίνεις άγιος!»
«Γκοβίντα,
απ’ όλους τους σαμάνους ίσως κανένας δεν έχει αγγίξει, τη Νιρβάνα. Μαθαίνουμε
φακιρικά και ξεγελιόμαστε μ’ αυτά. Το δρόμο των δρόμων, δε θα τον βρούμε ποτέ».
«Σύντομα, Γκοβίντα, ο φίλος σου θα αφήσει το δρόμο των σαμάνων. Υποφέρω ακόμα
από δίψα, που σ’ αυτόν το δρόμο των σαμάνων δεν ελαττώθηκε καθόλου. Πάντα διψώ
για γνώση. Ρωτούσα κάθε τόσο τους βραχμάνους, έψαξα στις ιερές Βέδες, ρώτησα
τους ήρεμους σαμάνους. Ίσως, να ήταν το ίδιο ωφέλιμο αν είχα ρωτήσει έναν
ρινόκερο ή έναν χιμπατζή. Χρειάστηκα πολύ καιρό για να καταλάβω ότι ο άνθρωπος
δεν μπορεί να μάθει τίποτα! Στην πράξη, δεν υπάρχει αυτό που λέμε μάθηση.
Μαθαίνει μόνο το ΜΥΑΛΟ κι όχι η ΚΑΡΔΙΑ. Υπάρχει, φίλε μου, μια γνώση που είναι
παντού, είναι το Άτμαν, είναι μέσα μου, στη ΚΑΡΔΙΑ μου. Κι ο χειρότερος εχθρός
αυτής της γνώσης της ΚΑΡΔΙΑΣ, της ΒΙΩΜΑΤΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ, είναι η επιθυμία για γνώση
και για μάθηση με το ΜΥΑΛΟ».
-
«Τί είναι ο διαλογισμός; Τι κι αν μπορώ να βγω
από
το σώμα μου; Τί αξία έχουν οι ασκήσεις για το
σταμάτημα
της αναπνοής; Τί αξίζουν οι νηστείες;
Είναι
αποδράσεις, Γκοβίντα! Είναι απόδραση από το
μαρτύριο
της ζωής. Εμείς οι σάντου είμαστε δραπέτες. Το
ίδιο
κάνει κι ο χωρικός που παίρνει το δικό του «φάρμακο».
Μερικά
μπουκάλια κρασί, και πέφτει να κοιμηθεί έτσι ώστε
να
μην αισθάνεται τον εαυτό του και τις οδύνες της ζωής.
Γιατί
αυτό που κάνουμε εμείς είναι τάχα διαφορετικό;»
-
«Δεν ξέρω γιατί μιλάς έτσι, Σιντάρτα. Ούτε χωρικός
είσαι,
ούτε μέθυσος. Ξέρεις πολύ καλά ότι ο μέθυσος δεν
ξεφεύγει
από τίποτα. Κάνει μόνο ένα σύντομο διάλειμμα.
Κι
όταν γυρίζει τα βρίσκει όλα ίδια όπως πριν.
Ούτε
είναι σοφός, ούτε βρήκε Γνώση, ούτε ανέβηκε σε ύψη».
-
«Πράγματι, δεν ξέρω, Γκοβίντα. Ναι, δεν είμαι μέθυσος.
Αλλά,
έχω κουραστεί με όλ' αυτά: τις ασκήσεις της γιόγκα,
το
διαλογισμό ... Ακόμη απέχω από τη Σοφία και τη
Λύτρωση
όσο κι όταν ήμουν στο σπίτι του πατέρα μου.
Πόσο
χρονών νομίζεις ότι είναι ο γεροντότερος σάντου;»
-
«Δεν ξέρω. Ίσως εξήντα;»
-
«Εξήντα! Και δεν έφτασε στη Νιρβάνα!
Θα
γίνει εβδομήντα, ογδόντα, κι όσο κι αν προσπαθήσει,
ασκηθεί,
διαλογιστεί, νηστέψει, και πάλι δεν θα φτάσει
στη
Νιρβάνα. Δεν θα πετύχει την αιώνια γαλήνη του νου.
Όλα
αυτά είναι κόλπα, Γκοβίντα.
Κοροϊδεύουμε
τον εαυτό μας. Όλα είναι κόλπα.
Επί
τρία χρόνια ζούσαν οι δυο νέοι με τους σαμάνους και μοιράζονταν τις ασκήσεις
τους, όταν έφτασε μια είδηση, μια φήμη, ένας μύθος: είχε φανεί κάποιος που
λεγόταν Γκοτάμα! Ήταν εξαίσιος, ήταν ο Βούδας (φωτισμένος), είχε νικήσει τα
πάθη του κόσμου. Πλαισιωμένος από μαθητές διέσχιζε τη χώρα διδάσκοντας, χωρίς
περιουσία, χωρίς πατρίδα, χωρίς γυναίκα, με το κίτρινο ράσο του ασκητή, αλλά με
μέτωπο καθαρό, μακάριος! Βραχμάνοι και πρίγκιπες υποκλίνονταν μπροστά του και
γίνονταν μαθητές του. Αυτός ο μύθος, αυτή η φήμη, αυτό τα παραμύθι ηχούσε,
μοσχοβολούσε εδώ κι εκεί, στις πολιτείες μιλούσαν γι’ αυτόν οι βραχμάνοι, στο
δάσος οι σαμάνοι, παντού το όνομα του Γκοτάμα, του Βούδα, του φωτισμένου!
-
«Το ουσιώδες πράγμα, την πραγματική οδό της λύτρωσης,
δεν
την ξέρουμε. Αχ, Γκοβίντα, διψάω. Διψάω Γκοβίντα!
Χρόνια
τώρα περπατάμε αυτό το δρόμο με τους σάντου!
Τόσα
χρόνια αναζητάμε τη Γνώση, θέτουμε ερωτήματα,
και
δεν υπάρχει απάντηση από τον Θεό.
Τώρα
θέλεις να πας να ακούσεις τον Βούδα».
-
«Εσύ δεν θέλεις να έρθεις;»
-
«Θυμάσαι τί σου είπα; Δεν πιστεύω πια στη μάθηση
ή
στις διδασκαλίες. Αλλά θα έρθω μαζί σου».
Πολλοί
αναζητούσαν το σοφό, το σωτήρα, τον Γκοτάμα, τον Βούδα. Οι πιστοί έλεγαν ότι
κατείχε ανώτατη γνώση, ότι είχε φτάσει στη Νιρβάνα, ότι είχε απελευθερωθεί από
τον κύκλο των μετεμψύχωσεων. Πολλά θαυμαστά και απίστευτα λέγονταν γι’ αυτόν.
Είχε κάνει θαύματα, είχε νικήσει το σατανά, είχε μιλήσει με τους θεούς. Οι
εχθροί του όμως, έλεγαν ότι ο Γκοτάμα ήταν ένας πλάνος, ότι ζούσε με άνεση, ότι
περιφρονούσε τις θυσίες, ότι δε γνώριζε ούτε άσκηση ούτε ασκητισμό. Γλυκά
ηχούσε ο μύθος του Βούδα και οι φήμες μάγευαν τ' αυτιά. Παντού, όπου έφτανε η
φήμη του Βούδα, σ’ όλους τους τόπους της Ινδίας, οι νέοι άκουγαν με προσοχή,
ένιωθαν λαχτάρα, ένιωθαν ελπίδα.
-
«Αυτό που έχω να διδάξω δεν είναι καθόλου θρησκεία.
Γιατί
δε μιλάω για ουσίες, για τη ψυχή ή ακόμα για το Θεό.
Ούτε
ζητάω από όποιον με ακολουθεί να έχει πίστη,
να
αναζητούν τη θεία χάρη ή να με λατρεύουν. Αυτή η ζωή
είναι
γεμάτη πόνο. Αυτός ο κόσμος είναι γεμάτος οδύνη.
Η
αιτία της οδύνης είναι ο πόθος για απόλαυση,
η
αγάπη του Εγώ, η προσκόλληση. Γιατρεύει από την
οδύνη
το συστηματικό σβήσιμο του πόθου. Η Νιρβάνα.
Πρέπει
να τη θεωρήσουμε ως, Φωτισμό του συνειδητού νου.
Αυτοέλεγχος
και μετά αυτοσυγκέντρωση και διαλογισμός.
Αυτά
οδηγούν στη Σοφία».
Όταν
ο Βούδας τέλειωσε την ομιλία του, πολλοί προσκυνητές βγήκαν μπροστά και ζήτησαν
να γίνουν δεκτοί στην κοινότητα του, να καταφύγουν στη διδασκαλία του. Ο
Γκοτάμα τους δέχτηκε κι είπε: «Ενωθείτε μαζί μας, ζήστε με αγιότητα κι
ετοιμαστείτε να γνωρίστε το τέλος του πόνου». Κι ο Γκοβίντα αποφάσισε να γίνει
μαθητής του Γκοτάμα:
-
«Θα ήθελα να γίνω δεκτός στη κοινότητα σας».
-
«Σιντάρτα, με δέχτηκε. Τι περιμένεις; Δεν θα έρθεις κι εσύ;»
-
«Έκανες ένα βήμα, Γκοβίντα. Διάλεξες το δρόμο σου.
Γκοβίντα
πάντα ακολουθούσες ένα βήμα πίσω από μένα.
Κι
αναρωτιόμουν αν ο Γκοβίντα θα έκανε ποτέ ένα βήμα
μόνος
του. Τώρα, λοιπόν, το έκανες. Τράβα το δρόμο σου,
φίλε
μου. Ακολούθησε τον μέχρι τέλους».
-
«Αλλά, ποιό λάθος έχει αυτή η διδασκαλία;
Γιατί
δε θέλεις κι εσύ να ενωθείς με τον Βούδα;»
-
«Δεν υπάρχει κανένα λάθος στις διδασκαλίες του Βούδα.
Απλώς,
πρέπει να ακολουθήσω το δικό μου δρόμο.
Αύριο,
Γκοβίντα, πρέπει να σε αφήσω».
Γκοβίντα!
Ζήσε εν ειρήνη, Γκοβίντα. Ζήσε εν ειρήνη.
-
«Συγχωρείστε με, μπορώ να σας μιλήσω;»
-
«Όπως επιθυμείς».
-
«Χθες ο φίλος μου κι εγώ είχαμε την τιμή να σας
ακούσουμε
να μιλάτε. Τώρα ο φίλος μου μπήκε στην
κοινότητα
σας και με άφησε. Τώρα είμαι μόνος.
Δεν
μπορώ να ακολουθήσω εσάς ή κάποιον άλλο δάσκαλο.
Είπατε
χθες ότι αυτή η ζωή είναι μια αδιάσπαστη αλυσίδα
κρίκοι
της οποίας είναι η αιτία και το αποτέλεσμα.
Για
μένα, η αιτία και το αποτέλεσμα δεν
είναι
αρκετά. Η άποψη μου είναι ότι καθετί είναι
το
όλον, όλα είναι ενοποιημένα, πλήρη».
-
«Οι απόψεις μπορεί να είναι όμορφες, άσχημες
ή
έξυπνες. Ο σκοπός μου δεν είναι να εξηγήσω
αυτόν
τον κόσμο σ' εκείνους που διψούν για γνώση.
Σκοπός
μου είναι: η σωτηρία από τον πόνο.
Αυτό
διδάσκει ο Βούδας.
Τίποτε
περισσότερο».
-
«Δεν θα μπορούσες ποτέ να μου πεις το μυστικό του
τί
ήταν αυτό που βίωσες όταν έφτασες στο Φωτισμό.
Γι'
αυτό θα πάρω τον δικό μου δρόμο.
Όχι
για να βρω έναν καλύτερο Δάσκαλο,
αλλά
για να αφήσω πίσω όλους τους Δασκάλους
και
να βρω ένα δρόμο μόνος μου ή να πεθάνω».
-
«Είσαι έξυπνος, νεαρέ σαμάνε, ίσως πολύ
έξυπνος.
Φυλάξου όμως από την πολλή εξυπνάδα».
-
«... όμως ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτή τη μέρα».
Ο
Βούδας μου πήρε τον φίλο μου, τον φίλο μου
τον
Γκοβίντα, που πίστευε σ' εμένα και τώρα
πιστεύει
σ' αυτόν. Μου πήρε τον φίλο μου που
ήταν
η σκιά μου και που τώρα είναι η σκιά του.
Όμως
μου έδωσε τον Σιντάρτα, μου έδωσε τον εαυτό μου.
Αυτός
είναι ο μοναδικός άνθρωπος [που θα προσέξω].
Κανενός
άλλου η διδασκαλία δεν θα με ελκύσει
όπως
η διδασκαλία αυτού του ανθρώπου.
Ήθελα
να μάθω το βιβλίο του κόσμου και το βιβλίο
της
δικιάς μου φύσης. Όμως αγνόησα τα σημάδια.
Νόμισα
ότι ο κόσμος των φαινομένων
ήταν
η αλήθεια, αλλά έκανα λάθος.
Ήταν
τα μάτια μου, ο νους μου, που δεν καταλάβαιναν.
Δεν
καταλάβαινα τον ίδιο μου τον εαυτό.
Όπως
και νάχει, όλα αυτά πέρασαν.
Αφυπνίστικα!
Ξύπνησα! Σήμερα γεννήθηκα!
Φοβόμουν
τον εαυτό μου, ήθελα να του ξεφύγω. Αναζητούσα το Άτμαν, αναζητούσα το Βράχμαν,
ήμουν πρόθυμος να κομματιάσω και να ξεφλουδίσω το Εγώ μου, για να βρω στον
πυρήνα το Άτμαν, τη ζωή, το θεϊκό, το έσχατο. Έχανα τον εαυτό μου. Ο Σιντάρτα
σήκωσε τα μάτια και κοίταξε γύρω του, Δε θέλω πια να σκοτώνω τον εαυτό μου, για
να βρω τάχα πίσω από τα ερείπια ένα μυστικό. Δεν μπορεί πια να με διδάσκει ούτε
η Βέδα Γιόγκα, ούτε οι ασκητές, ούτε καμιά άλλη διδασκαλία. Από τον εαυτό μου
θέλω να μάθω, θέλω να γνωρίσω τον εαυτό μου, το μυστικό που λέγεται, Σιντάρτα.
Κοίταξε γύρω του σαν να έβλεπε τον κόσμο για πρώτη φορά, όμορφο, πολύχρωμο,
περίεργο, αινιγματικό. Εδώ, ήταν γαλάζιος, εκεί κίτρινος, πιο πέρα πράσινος. Τα
σύννεφα έτρεχαν στον ουρανό, ο ποταμός κυλούσε, όλα ήταν όμορφα, όλα ήταν
μαγικά και γεμάτα μυστήριο και ανάμεσα τους ο Σιντάρτα, είχε ξυπνήσει, κι
αναζητούσε τον εαυτό του. Δεν ήταν πια παράλογη η πολλαπλότητα των φαινομένων
του κόσμου, που την περιφρονούσαν οι βραχμάνοι αναζητώντας την ενότητα. Ο
θησαυρός του Βούδα δεν είναι η διδασκαλία του αλλά αυτό που είναι αδύνατον να
λεχθεί, δηλαδή, αυτό που έζησε την ώρα του Φωτισμού του! Αυτό ακριβώς ξεκίνησε
να βρει κι ο Σιντάρτα. Ήξερε από καιρό ότι ο εαυτός του είναι το Άτμαν, από την
ίδια ουσία με το Βράχμαν. Γιατί ο Γκοτάμα, κάθισε κάτω από το δέντρο Μπο, και
δέχτηκε τη φώτιση; Άκουσε μια φωνή, τη φωνή της καρδιάς του, που τον διέταξε να
αναπαυθεί κάτω απ’ εκείνο το δέντρο και δεν προτίμησε ούτε τον ασκητισμό, ούτε
τις θυσίες, ούτε τα λουτρά ή τις προσευχές, άκουσε μόνο τη φωνή. Αυτό είναι το
μόνο αναγκαίο: να ακούει κανείς την εσωτερική φωνή, τη φωνή της καρδιάς του.
Ήσουν
πολύ κουρασμένος.
Για
να αισθανθείς καλύτερα τώρα, πιες αυτό.
Ευχαριστώ.
Έλα.
Είναι ώρα να περάσουμε το ποτάμι.
Το
ποτάμι είναι όμορφο.
Ναι.
Ναι. Είναι όμορφο. Το αγαπώ.
Αγαπώ
όλα τα σχετικά με αυτό. Τα πάντα.
Συχνά
το ακούω, το παρατηρώ ...
και
πάντα μαθαίνω κάτι απ' αυτό.
Πολλά
μπορείς να μάθεις από αυτό το ποτάμι.
Είμαι
άστεγος. Δεν μπορώ να σε πληρώσω.
Φυσικά.
Το βλέπω.
Αλλά
δεν περιμένω κάτι από σένα.
Μπορείς
να πληρώσεις μια άλλη φορά.
Θα
ξανασυναντηθούμε. Όλα ξαναγυρνάνε.
Έτσι
νομίζεις; - Ναι, έτσι νομίζω.
Το
έχω μάθει από το ποτάμι, ότι όλα ξαναγυρνάνε.
Μπορώ
να πιω νερό;
Η
γυναίκα έβαλε το αριστερό της πόδι πάνω στο δεξί του όπως κάνει μια γυναίκα
όταν θέλει να προσκαλέσει έναν άνδρα σε κάθε ηδονή. Ο Σιντάρτα έφτασε σε μια
πόλη και χάρηκε. Είχε επιθυμήσει τους ανθρώπους γιατί είχε ζήσει πολύ καιρό στο
δάσος. Έξω από την πόλη, σ’ ένα όμορφο, περιφραγμένο κήπο συνάντησε μια μικρή
ομάδα από υπηρέτες και υπηρέτριες. Τέσσερεις κουβαλούσαν ένα στολισμένο φορείο.
Στα κόκκινα μαξιλάρια του καθόταν μια κυρία. Κάτω από τα μαύρα μαλλιά, που ήταν
τραβηγμένα πίσω, είδε ένα πολύ φωτεινό, πολύ τρυφερό και πολύ έξυπνο πρόσωπο. Ο
Σιντάρτα είδε πόσο όμορφη ήταν και χάρηκε. Η γυναίκα του έγνεψε χαμογελώντας
και χάθηκε στο κήπο. «Κι έτσι», σκέφτηκε ο Σιντάρτα, «μπαίνω στην πόλη με τους
καλύτερους οιωνούς».
-
«Ποιά είναι;» - «Η Καμάλα, η πόρνη»!
Θέλησε
να πάει να συναντήσει την Καμάλα αλλά είδε ότι οι υπηρέτες τον κοιτούσαν με
περιφρόνηση, με αποστροφή. «Είμαι ακόμα ένας σαμάνος», σκέφτηκε, «είμαι ακόμα
ασκητής και ζητιάνος. Δεν πρέπει να μπω έτσι στο άλσος». Και γέλασε. Τότε ο
Σιντάρτα μπήκε στην πόλη και αφέθηκε να τον ρουφήξει. Κινήθηκε στη ροή των
μικρών δρόμων, στάθηκε σιωπηλός στις πλατείες και ηρέμησε στις όχθες του
ποταμού. Το βραδάκι κάθισε με το τσιράκι ενός κουρέα, που το είχε δει να
δουλεύει στη σκιά μιας καμάρας. Αργότερα το ξαναβρήκε να προσεύχεται σ’ ένα ναό
του Βισνού και του διηγήθηκε τις ιστορίες του Βισνού και της Λάκσμι. Τη νύχτα
κοιμήθηκε στις βάρκες του ποταμού και νωρίς το πρωί, πριν ακόμα έρθουν οι
πρώτοι πελάτες, το τσιράκι του κουρέα, του ξύρισε τη γενειάδα, του έκοψε τα
μαλλιά, και τα άλειψε με ακριβό λάδι. Έπειτα πήγε να πλυθεί στον ποταμό.
Εσύ δεν είσαι που στεκόσουν χθες έξω από το σπίτι μου και με χαιρέτησες;
Ναι.
Νόμιζα ότι με είδες.
Τρία
χρόνια πριν ήμουν ο Σιντάρτα, ο γιος του βραχμάνου
που
άφησε το σπίτι του για να γίνει σαμάνος.
Αλλά
αυτό μέχρι χθες. Τώρα ακολουθώ
έναν
καινούργιο δρόμο που οδηγεί στον κήπο σου.
Δεν
θα χαμηλώσω ποτέ τα μάτια μου μπροστά στα δικά σου.
Η
βεντάλια σου δεν μπορεί να κρύψει την ομορφιά τους.
Αυτό
είναι όλο κι όλο που ήρθες να μου πεις νεαρέ βραχμάνε;
Ήρθα
να σου πω ότι είσαι όλα όσα θα ζήσουν μετά από μένα.
Ότι
εσύ, Καμάλα,
θα
είσαι όλη η ομορφιά που υπάρχει στη σκιά όπου ζούμε
Θα
είσαι η πρώτη μου αγάπη, η μοναδική μου αγάπη.
Λοιπόν,
αυτή είναι η πρώτη φορά που ένας σαμάνος ήρθε
από
το δάσος και μου λέει ότι είναι ερωτευμένος μαζί μου.
Δεν
έχω δει μέχρι τώρα ποτέ μου σαμάνο να μιλάει έτσι.
Έμαθα
πολλά σήμερα, όταν ξεφορτώθηκα τα γένια μου.
Κοίτα.
Χτένισα και αρωμάτισα τα μαλλιά μου.
Ήδη
αρχίζω να μαθαίνω από σένα.
Πολλοί
νέοι έρχονται σε μένα.
Κι
όλοι τους έχουν όμορφα ρούχα, όμορφα παπούτσια,
έχουν
άρωμα στα μαλλιά και χρήματα στη τσέπη τους.
Έτσι
έρχονται οι νέοι άνδρες σε μένα.
Δεν
μπορείς να είσαι απλώς, ένας ζητιάνος από το δάσος.
Δεν
καταλαβαίνεις;
Μα
... πώς μπορώ εγώ να γίνω πλούσιος;
Πώς
μπορώ να γίνω άξιος;
Πολλοί
θα ήθελαν να το μάθουν αυτό.
Πες
μου, τί μπορείς να κάνεις;
Μπορώ
να στοχάζομαι! Να περιμένω! Να νηστεύω!
Τίποτα
άλλο;
Μπορώ
να απαγγείλω ένα ποίημα με αντάλλαγμα ένα φιλί!
Θα
μου δώσεις ένα φιλί για ένα ποίημα;
Τί
απέγινε το ποίημα;
Πες
μου, μπορείς να κάνεις κάτι άλλο εκτός από το
να
στοχάζεσαι, να νηστεύεις και να συνθέτεις ποιήματα;
Ξέρω
να ψάλλω ύμνους, να διαβάζω τα ιερά κείμενα ...
Ξέρεις
να διαβάζεις και να γράφεις;
Ωραία,
νομίζω ότι μπορώ να σου βρω μια δουλειά!
Συγνώμη,
πρέπει να φύγεις.
Υπάρχει
κάποιος «επισκέπτης» για μένα ...
Αλλά
... ίσως θα σε δω αύριο.
Σου
βρήκα μια δουλειά.
Ναι;
Σε
έναν πλούσιο έμπορο, τον Καμασουάμι.
Είσαι
πράγματι τυχερός, Σιντάρτα.
Σου
ανοίγονται οι πόρτες η μια μετά την άλλη.
Πες
μου, πως γίνεται αυτό; Μήπως ξέρεις κάποιο ξόρκι;
Σου
είπα χθες ότι μπορώ να στοχάζομαι,
να
περιμένω και να νηστεύω.
Αλλά
δεν τα θεώρησες αυτά σημαντικά.
Θα
δεις, Καμάλα, ότι αυτός ο σαμάνος από το δάσος
μπορεί
να κάνει πράγματα που οι άλλοι δεν μπορούν.
Ήρθα
σε σένα για να μάθω για τον έρωτα.
Με
το που σε είδα κατάλαβα ότι
εσύ
θα γίνεις η δασκάλα μου, ο γκουρού μου.
Αλλά
... αν έλεγα «όχι»;
Αλλά
δεν το είπες, Καμάλα.
Γιατί
αναγνωρίζεις ότι είμαι σαν μια πέτρα
που
την πετάς στο νερό.
Μια
πέτρα που βρίσκει αμέσως το δρόμο της για το βυθό.
Με
τον ίδιο τρόπο ενεργώ κι εγώ, όταν έχω ένα στόχο:
Δεν
κάμνω τίποτα! Περιμένω! Στοχάζομαι! Νηστεύω!
Μου
είπαν ότι είσαι βραχμάνος, ότι ξέρεις να γράφεις,
και
ότι ψάχνεις να δουλέψεις σε έναν έμπορο.
Βρίσκεσαι
σε ανάγκη, βραχμάνε, και ψάχνεις για δουλειά;
Όχι,
δεν βρίσκομαι σε ανάγκη. Ποτέ δεν βρέθηκα σε ανάγκη.
Έζησα
πολλά χρόνια στο δάσος, με τους σαμάνους.
Μπα,
και πώς δεν βρίσκεσαι σε ανάγκη;
Δεν
είναι όλοι οι σαμάνοι τελείως ακτήμονες;
Δεν
έχω υλική περιουσία, αν εννοείς αυτό.
Αλλά
αυτό είναι επιλογή μου, οπότε δεν βρίσκομαι σε ανάγκη.
Πως
ζεις χωρίς περιουσία;
Ποτέ
δεν σκέφτηκα πάνω σ' αυτό.
Έζησα
για χρόνια στο δάσος χωρίς περιουσία,
και
ποτέ δεν σκέφτηκα, πώς θα μπορούσα να ζήσω.
Ζούσες
από τα υπάρχοντα των άλλων. Είσαι παράσιτο!
Κι
ο έμπορος ζει από τα υπάρχοντα των άλλων, έτσι δεν είναι;
Ο
έμπορος δεν παίρνει από τους άλλους χωρίς να τους
δίνει
τίποτα. Τους δίνει εμπορεύματα για αντάλλαγμα.
Έτσι
συμβαίνει στη ζωή. Ο καθένας παίρνει και δίνει.
Πολύ
καλά. Όταν όμως δεν έχεις υπάρχοντα,
πώς
μπορείς να δώσεις; Και τί να δώσεις;
Ο
καθένας δίνει ό,τι μπορεί. Ο στρατιώτης δίνει δύναμη,
ο
έμπορος εμπορεύματα, ο ψαράς ψάρια, ο αγρότης ρύζι.
Εντάξει,
είσαι έξυπνος.
Αλλά
τι έχεις μάθει που μπορείς να το δώσεις;
Μπορώ
να στοχάζομαι! Να περιμένω! Να νηστεύω!
Και
λοιπόν; Ποιά η χρησιμότητα τους;
Έχουν
μεγάλη αξία.
Αν
μπορείς να ζεις χωρίς τίποτα, δεν χρειάζεται να
δουλεύεις.
Μπορείς ήρεμα να περιμένεις μια άλλη δουλειά.
Ίσως,
ίσως βραχμάνε.
Μπορείς
να το διαβάσεις αυτό;
20
λίβρες βαμβάκι, 50 λίβρες μετάξι, πληρωμή σε 3 βδομάδες.
Τέλεια.
Μπορείς
να γράψεις κάτι για μένα;
«Το
γράψιμο είναι καλό, η σκέψη καλύτερη.
Η
εξυπνάδα είναι καλή, η υπομονή καλύτερη».
Τέλεια!
Τέλεια!
Ο
Σιντάρτα πλέον έμενε στο σπίτι του εμπόρου. Δυο φορές τη μέρα σέρβιραν πλούσιο
γεύμα, ο Σιντάρτα όμως έτρωγε μόνο μια φορά και ποτέ δεν έτρωγε κρέας ούτε
έπινε κρασί. Ο Καμασουάμι του μιλούσε για τις εμπορικές του υποθέσεις, του
έδειχνε εμπορεύματα και μαγαζιά, του έδειχνε λογαριασμούς. Ο Σιντάρτα έμαθε
πολλά για τις εμπορικές υποθέσεις, άκουγε πολύ αλλά μιλούσε λίγο. Δεν
υποτάχθηκε ποτέ στον έμπορο, τον ανάγκασε να του φέρεται σαν σε όμοιο του κι
ακόμα περισσότερο από όμοιο του. Ο Καμασουάμι ταχτοποιούσε τις υποθέσεις με
επιμέλεια και πάθος, ο Σιντάρτα όμως τις έβλεπε σαν ένα παιγνίδι, του οποίου
τους κανόνες προσπαθούσε να μάθει με ακρίβεια, το περιεχόμενο του όμως δεν τον
ενδιέφερε. Η καρδιά του Σιντάρτα ήταν αλλού. Κάθε μέρα επισκεπτόταν την όμορφη
Καμάλα την ώρα που του όριζε αυτή.
Έχεις
κάνει ποτέ σου έρωτα με γυναίκα;
Όχι.
Έχεις
ποτέ σου φιλήσει γυναίκα;
Όχι.
Έχεις
ποτέ σου γνωρίσει γυναίκα;
Όχι.
Θα
το ήθελες;
Πάρα
πολύ!
Φίλησε
με.
Αυτό
είναι όλο;
Εγώ
θα σε διδάξω.
Αυτός,
που ήταν άπειρος σαν παιδί στον έρωτα και που κινδύνευε να ριχτεί στα τυφλά κι
αχόρταγα στις απολαύσεις, σα νάχε χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, έμαθε
από την Καμάλα, ότι στον έρωτα δεν πρέπει να παίρνεις χωρίς να δίνεις, ότι κάθε
χειρονομία, κάθε χάδι, κάθε άγγιγμα, κάθε βλέμμα, κάθε σημείο του σώματος,
ακόμα και το πιο μικρό, έχει το μυστικό του κι αυτός που το γνωρίζει και
καταφέρνει να το ξυπνήσει, κερδίζει την απόλαυση. Έμαθε ότι οι εραστές δεν
πρέπει να χωρίζονται μετά τη φωτιά του έρωτα χωρίς να θαυμάσουν ο ένας τον
άλλο, ότι πρέπει ο καθένας να έχει την αίσθηση ότι νικήθηκε, στο βαθμό που
νίκησε κι ο ίδιος, ώστε να μη νιώσει κανένας από τους δυο χορτασμένος ή έρημος,
ούτε να γεννηθεί το άσχημο αίσθημα ότι χρησιμοποίησε ή χρησιμοποιήθηκε από τον
άλλο. Υπέροχες ώρες περνούσε κοντά στην όμορφη και έξυπνη μαστόρισσα, γινόταν
μαθητής της, εραστής της, φίλος της. Εδώ, στην Καμάλα βρισκόταν ο κόσμος και το
νόημα της τωρινής του ζωής, όχι στο εμπόριο του Καμασουάμι.
Ποτέ
μη με αφήσεις, Σιντάρτα! Ποτέ!
Πάντα
ξαναγύριζε ο Σιντάρτα στην όμορφη Καμάλα, μάθαινε την τέχνη του έρωτα, ασκούσε
τη λατρεία της ηδονής, όπου το να δίνεις και να παίρνεις είναι περισσότερο
όμοια απ’ οπουδήποτε αλλού. Έπαιξαν το παιχνίδι του έρωτα, με έναν από τους
τριάντα ή σαράντα διαφορετικούς τρόπους, που ήξερε η Καμάλα. Το κορμί της ήταν
ευλύγιστο σαν της λεοπάρδαλης και σαν το τόξο του κυνηγού. Όποιος μάθαινε απ’
αυτή τον έρωτα, μάθαινε πολλές απολαύσεις και πολλά μυστικά. Έπαιζε ώρες με τον
Σιντάρτα, τον τραβούσε και τον έδιωχνε, τον αγκάλιαζε, χαιρόταν τη επιδεξιότητα
του, μέχρι που εκείνος νικήθηκε και εξαντλημένος ησύχασε πλάι της. Ο έμπορος
του ανέθετε το γράψιμο σημαντικών επιστολών και συνήθιζε να συζητάει μαζί του
όλες τις σοβαρές του υποθέσεις. Σύντομα αντιλήφθηκε ότι ο Σιντάρτα λίγη σημασία
έδινε στις υποθέσεις του ρυζιού, του βαμβακιού, στο εμπόριο. Ο Σιντάρτα όμως
είχε τύχη και ξεπερνούσε, τον έμπορο, στη ψυχική ηρεμία και στην ικανότητα να
ακούει με προσοχή και να διαβάζει τη σκέψη των άλλων. Έλεγε ο Καμασουάμι σ' ένα
φίλο του: «Αυτός ο βραχμάνος δεν είναι σωστός έμπορος κι ούτε θα γίνει ποτέ,
γιατί ποτέ δε δίνεται με τη ψυχή του στις εμπορικές υποθέσεις. Αλλά έχει το
μυστικό των ανθρώπων που πετυχαίνουν χωρίς προσπάθεια ίσως να γεννήθηκε σε καλό
αστερισμό, ίσως να ξέρει μαγικά. Ίσως να το έμαθε στους σαμάνους. Μοιάζει
περισσότερο να παίζει με τις υποθέσεις, ποτέ δε τον απασχολούν αποκλειστικά,
ποτέ δε τον κυριεύουν δε φοβάται την αποτυχία ούτε νοιάζεται για τις ζημιές». Ο
φίλος του συμβούλεψε τον έμπορο: «Δος του το ένα τρίτο από το κέρδος των
υποθέσεων που διαχειρίζεται και άφησε τον να έχει το ίδιο μερίδιο και στις
ζημιές. Έτσι θα γίνει πιο δραστήριος». Ο Καμασουάμι ακολούθησε τη συμβουλή, ο
Σιντάρτα όμως ελάχιστα ενδιαφέρθηκε γι’ αυτά. Όταν είχαν κέρδος το δεχόταν αδιάφορα
και όταν είχαν ζημιές γελούσε κι έλεγε: «Αυτή η δουλειά πήγε στραβά!» Φαινόταν
ότι τον αφήναν αδιάφορο οι εμπορικές υποθέσεις.
Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Είχατε
καλή σοδειά;
Δόξα
τω Θεώ.
Είχαμε
καλή σοδειά αυτή τη φορά αλλά λυπάμαι φτάσατε αργά.
Δεν
πειράζει. Θα μείνω μέχρι το γλέντι του γάμου, και
ίσως
του χρόνου έρθω έγκαιρα για να αγοράσω τη σοδειά σας.
Ευχαριστώ,
ευχαριστώ Κύριε.
...
Πέρασε καλά, έμαθε, χάρηκε κι αν κάποτε ξαναπάει για ν’ αγοράσει θα τον
υποδεχθούν χαρούμενα, σαν φίλο ...
Λοιπόν
γύρισες. Πόσο ρύζι έφερες;
Τίποτα!
Τι
εννοείς; Ήρθες πίσω χωρίς τίποτα;
Δεν
σε καταλαβαίνω! Που έχεις το μυαλό σου;
Είσαι
παιδί, παιδί!
Να
σε ρωτήσω κάτι φίλε μου;
Ταξίδεψες
μόνο για να διασκεδάσεις;
Φυσικά,
πάντα
απολαμβάνω τα ταξίδια. Έχω φίλους, φίλους παντού.
Βλέπεις,
ξοδεύω
πολύ χρόνο για τους ανθρώπους. Μαθαίνω πολλά.
Δεν
τους πληγώνω, δεν με πληγώνουν!
Κι
όταν ξαναπερνάω, χαίρονται που με βλέπουν.
Ποτέ
δεν
δημιουργώ άσχημη ατμόσφαιρα. Μη θυμώνεις, φίλε μου.
Αν
νομίζεις ότι σου είμαι επιζήμιος, πες αντίο και θα φύγω.
Έλα,
φίλε μου.
Το
πρώτο σημάδι για επιτυχημένες μπίζνες είναι η φιλία.
Σε
ταΐζω,
κάνω
τα πάντα για σένα ..., δεν καταλαβαίνω τη στάση σου!
Εννοώ
... θα μπορούσες να είσαι πιο ευγνώμων!
Το
ξέρεις, ότι από μένα έχεις μάθει τα πάντα;
Σε
παρακαλώ, φίλε μου. Μη λες τέτοια αστεία.
Έχω
μάθει από σένα πόσο κοστίζει ένα καλάθι ψάρια,
πόσο
τόκο παίρνει κανείς για το δανεισμό των χρημάτων.
Αυτά
είναι τα όρια της γνώσης σου, Καμασουάμι.
Αλλά
δεν έμαθα από σένα πώς να σκέφτομαι.
Θα
ήταν καλύτερα αν εσύ το μάθαινες αυτό από μένα.
Μάταιες
ήταν οι προσπάθειες του εμπόρου να πείσει τον Σιντάρτα ότι τρώει από το δικό
του ψωμί. Ο Σιντάρτα έτρωγε το δικό του ψωμί, κι οι δυο μαζί έτρωγαν το ψωμί
άλλων, το ψωμί όλων! Ποτέ ο Σιντάρτα δεν έδωσε προσοχή στις σκοτούρες του Καμασουάμι.
Ποτέ δεν μπόρεσε ο Καμασουάμι να πείσει τον συνεταίρο του ότι άξιζε τον κόπο να
χάσει έστω μια λέξη λύπης ή οργής, να κάνει ρυτίδες στο μέτωπο ή να κοιμηθεί
άσχημα, όταν χάνονταν εμπορεύματα ή δεν μπορούσε κάποιος να πληρώσει.
Ξέρεις;
είσαι σαν εμένα.
Είσαι
διαφορετική από τους άλλους ανθρώπους.
Είσαι
η Καμάλα και κανένας άλλος.
Και
μέσα σου υπάρχει ησυχία και ένα ιερό στο οποίο μπορείς
όποτε
θέλεις να βρεις καταφύγιο και να είσαι ο εαυτός σου.
Ακριβώς
όπως κι εγώ. Συνειδητοποιείς
πόσο
λίγοι άνθρωποι μπορούν να το κάνουν αυτό;
Δεν
είναι όλοι έξυπνοι, Σιντάρτα.
Δεν
έχει να κάνει μ' αυτό. Ο Καμασουάμι είναι έξυπνος.
Όμως
δεν έχει βρει μέσα του ένα εσωτερικό χώρο, ένα ιερό.
Για
πολύ καιρό έζησε ο Σιντάρτα τη ζωή του κόσμου και των απολαύσεων, χωρίς όμως να
ανήκει σ’ αυτήν. Οι αισθήσεις του, που είχαν νεκρωθεί τα χρόνια που ήταν
σαμάνος, ξύπνησαν πάλι. Έγινε πλούσιος, έγινε φιλήδονος, απόκτησε δύναμη. Τα
χρόνια κυλούσαν, ο Σιντάρτα όμως μόλις ένιωθε το πέρασμα τους χωμένος στην
καλοπέραση. Αργά, όπως η υγρασία εισχωρεί στο δένδρο που πεθαίνει και σιγά-σιγά
το γεμίζει και το σαπίζει, εισχώρησαν στη ψυχή του Σιντάρτα ο κόσμος κι η
νωθρότητα, την κατέλαβαν, τη βάρυναν, την κούρασαν, τη νάρκωσαν. Ζούσε με τη
Καμάλα, αλλά, η ψυχή του πέθαινε, κι αντί γιαυτή ζωντάνευαν οι αισθήσεις,
πολύμαθες, πολύπειρες.
Είσαι
ο καλύτερος εραστής που είχα ποτέ. Είσαι πολύ δυνατός,
πολύ
ευαίσθητος, πιο πρόθυμος από όλους τους άλλους.
Κουβέντιαζε
ο Σιντάρτα με την Καμάλα, μάθαινε απ’ αυτήν, της έδινε συμβουλές και δεχόταν
τις δικές της. Τον καταλάβαινε περισσότερο απ’ όσο τον είχε καταλάβει κάποτε ο
Γκοβίντα, του έμοιαζε περισσότερο.
Δεν
με αγαπάς πραγματικά. Δεν αγαπάς κανέναν.
Αυτή
δεν είναι η αλήθεια;
Ίσως
είμαι πράγματι σαν εσένα. Ούτε εσύ μπορείς να αγαπήσεις.
Αλλιώς
πως θα μπορούσες να ασκείς τον έρωτα ως τέχνη;
Όχι,
Καμάλα. Εμείς δεν μπορούμε να αγαπήσουμε.
Οι
συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούν αυτό είναι το μυστικό τους.
...
την αγάπη μπορείς να τη ζητιανέψεις, να την αγοράσεις, να τη δωρίσεις, να τη
βρεις στα σοκάκια αλλά δεν μπορείς να την κλέψεις ...
Τι
παράξενη ζωή που ζεις!
Εσύ,
που ήσουν κάποτε ένας
αναζητητής,
κάποιος που αναζητούσε τον αληθινό του εαυτό!
Δες
πώς χάνεται η ζωή σου!
Ο
Σιντάρτα είχε μάθει να εμπορεύεται, να πιέζει τους ανθρώπους, να διασκεδάζει με
τις γυναίκες. Πάντα όμως ένιωθε διαφορετικός και ανώτερος από τους άλλους, τους
έβλεπε με μια μικρή ειρωνεία. Μόνο που σιγά-σιγά αυτή η ειρωνεία του κόπαζε, η
ανωτερότητα του σώπαινε. Μαζί με τα πλούτη, απόχτησε και τη ψυχική αρρώστια των
πλουσίων, τη δειλία. Όλο και συχνότερα είχε αϋπνίες, αισθανόταν ανόητος και
κουρασμένος, σπάνια γελούσε. Τον αιχμαλώτισαν οι απολαύσεις, η πλεονεξία, και
κάτι που πάντα κορόιδευε ως ανόητο: η απληστία. Γνώρισε και την πιο άθλια
εξάρτηση, τα τυχερά παιχνίδια. Έπαιζε με λύσσα και πάθος. Ήταν ριψοκίνδυνος
παίχτης, λίγοι τολμούσαν να παίξουν μαζί του, έπαιζε τεράστια ποσά. Έπαιζε από
ανάγκη της καρδιάς του, το χάσιμο των ελεεινών χρημάτων τον γέμιζε με μια
οργισμένη χαρά. Αυτός, που με μια ζαριά έχανε εκατομμύρια, έγινε σκληρός στο εμπόριο
και μικροπρεπής, έβλεπε στον ύπνο του χρήματα!
Δεν
έχει νερό; Δεν έχει νερό! Τσακίσου!
Είχε
χρόνια να προσευχηθεί, μα ένας ψίθυρος, από τα βάθη της καρδιάς του, έφτασε
αμυδρά στ' αυτιά του: Μια λέξη από τις προσευχές των βραχμάνων, το ιερό «Ομ»
που σημαίνει «τελειότητα» και ξύπνησε από το λήθαργο.
Πες
μου περισσότερα για τον Βούδα ... Πώς χαμογελούσε;
Μια
μέρα θα γίνω μαθήτρια του. Θα εγκαταλείψω τον
ηδονικό
μου κήπο και θα βρω καταφύγιο στις διδασκαλίες του.
Η
Καμάλα είχε σ’ ένα χρυσό κλουβί ένα σπάνιο ωδικό πτηνό. Ο Σιντάρτα ονειρεύτηκε
ότι αυτό το πουλί, που κελαηδούσε κάθε πρωί βουβάθηκε. Πλησίασε, κοίταξε μέσα
στο κλουβί και είδε το μικρό πουλί νεκρό, πεσμένο κάτω.
Τι
μου έχει συμβεί; Πώς κατάντησα; Ένας ακόμη Καμασουάμι!
Γιατί
εγκατέλειψα την ελευθερία μου; Γι' αυτά εδώ;
Για
τα φαγητά στο τραπέζι μου; Αισθάνομαι άρρωστος!
Αρρωστημένος
από αυτό τον κόσμο που δημιούργησα.
Πρέπει
να δραπετεύσω απ' αυτό το κλουβί.
Το
σπίτι μου είναι άχρηστο κι η ζωή μου στη πόλη τελείωσε!
Η
Καμάλα άνοιξε την πόρτα του κλουβιού, έβγαλε έξω το πουλί και το άφησε να
πετάξει. Παρακολούθησε για ώρα το πουλί που πετούσε. Από κείνη τη μέρα δε
δεχόταν πια επισκέψεις και κρατούσε το σπίτι της κλειστό. Κατάλαβε ότι είχε
μείνει έγκυος στη τελευταία τους συνάντηση με τον Σιντάρτα. Ο Σιντάρτα άφησε
τον κήπο του, άφησε την πόλη και δεν ξαναγύρισε ποτέ! Ο Καμασουάμι τον έψαχνε
καιρό, τελικά υπέθεσε ότι έπεσε θύμα ληστών. Η Καμάλα δεν τον αναζήτησε! Δεν
απόρησε που εξαφανίστηκε! Παράλογη του φαινόταν η ζωή που είχε ζήσει. Δεν του
είχε απομείνει τίποτα ζωντανό, τίποτα πολύτιμο, τίποτα που να άξιζε να
κρατήσει. Στεκόταν μόνος και άδειος, σαν το ναυαγό στην ακτή. Ένιωθε σαν κάτι
να μαραίνεται μέσα του, να πεθαίνει. Τότε κατάλαβε ο Σιντάρτα, ότι το παιχνίδι
έφτανε στο τέλος του, ότι δεν μπορούσε να παίξει άλλο. Θυμήθηκε τη ζωή του:
Πότε είχε νιώσει ευτυχία και πραγματική αγαλλίαση; Όταν ήταν νέος, όταν πάλευε
με τον πόνο για να καταλάβει την ουσία του Βράχμαν, όταν κάθε νέα γνώση του
άναβε καινούργια δίψα, Όταν άκουγε μέσα του τη φωνή της καρδιάς του. Αυτή τη
φωνή άκουσε όταν άφησε την πατρίδα του κι έγινε σαμάνος. Όταν έφυγε από τους
σαμάνους για να συναντήσει τον Βούδα, τον Φωτισμένο, κι όταν Τον άφησε για να
πάει στο άγνωστο. Πόσο καιρό είχε ν’ ακούσει αυτή τη φωνή! Πόσο καιρό είχε να
κυνηγήσει κάτι αληθινό, κάτι που να τον γεμίζει! Ό,τι δεν κατόρθωσαν να του
δείξουν όλα τα βάσανα που είχε περάσει, του φανερώθηκε τη στιγμή που
αφουγκράστηκε το «Ομ» και αναγνώρισε την αθλιότητα του. «Ομ», έλεγε μέσα του,
και αναγνώριζε πάλι το Βράχμαν, αναγνώριζε την αιωνιότητα που είχε ξεχάσει.
Δεν
νομίζω ότι θα σας αρέσει αυτή η δουλειά, κύριε.
Δεν
είναι για κάποιον ντυμένο σαν εσάς.
Μη
κρίνεις από τα ρούχα μου. Δεν έχω χρήματα.
Έχω
μόνο αυτά τα ρούχα για να σε πληρώσω που με πέρασες.
Πλάκα
μου κάνετε, κύριε;
Όχι,
φίλε μου, δεν σου κάνω πλάκα.
Πριν
πολλά χρόνια με πέρασες από αυτό το ποτάμι χωρίς αμοιβή.
Οπότε
παρακαλώ,
κάντο
και σήμερα και πάρε τα ρούχα μου για αμοιβή.
Και
που θα μπορούσατε να πάτε χωρίς τα ρούχα σας;
Πού;
Θα προτιμούσα να μην προχωρήσω άλλο.
Θα
προτιμούσα να μου έδινες κάποια παλιά ρούχα
και
να με κρατούσες εδώ για τσιράκι σου.
Σε
αναγνώρισα.
Κοιμήθηκες
στη καλύβα μου κάποτε πριν πολύ καιρό.
Σε
πέρασα από το ποτάμι.
Θυμάμαι
το πρόσωπο σου, αλλά όχι το όνομα σου.
Το
όνομα μου είναι Σιντάρτα. Ήμουν σαμάνος όταν με είδες.
Λοιπόν,
καλοσώρισες Σιντάρτα. Με λένε Βαζουντέβα.
Το
σπίτι μου είναι σπίτι σου.
Ευχαριστώ.
Ξέρεις
Σιντάρτα, κάποτε είχα μια σύζυγο.
Ζούσε
σ' αυτή τη καλύβα, κοιμόταν σ' αυτό το κρεβάτι.
Σιντάρτα,
αυτό το ποτάμι είναι παντού. Παντού ταυτόχρονα.
Είναι
στην πηγή του και στην εκβολή του. Στους καταρράκτες.
Είναι
στον ωκεανό, στα βουνά, παντού!
Το
ποτάμι ζει μόνο ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ.
Κι
εμείς πρέπει να μάθουμε να ζούμε ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ.
Πόσο
μεγάλη
ανοησία
είναι να προσπαθούμε να κυριαρχήσουμε το χρόνο.
Αυτό
το ατέλειωτο κυνήγι χρήματος, πλούτου και δύναμης,
αυτό
το άγχος να ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ συσκοτίζει την Αλήθεια.
Ο
Βαζουντέβα είπε στον Σιντάρτα: Δεν είμαι σοφός, δεν ξέρω να μιλάω, ούτε να
σκέφτομαι. Το ποτάμι με δίδαξε να ακούω και να είμαι ευσεβής, δεν έχω μάθει
τίποτα άλλο. Είμαι μόνο ένας περαματάρης και η δουλειά μου είναι να περνάω τους
ανθρώπους από το ποτάμι. Ταξιδεύουν για λεφτά, υποθέσεις, γάμους ή ιερά
προσκυνήματα κι ο ποταμός βρίσκεται στο δρόμο τους. Έχω περάσει χιλιάδες, και
για όλους το ποτάμι δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα εμπόδιο στο ταξίδι τους.
Τέσσερις ή πέντε όμως απ' αυτούς ακούνε τη φωνή του ποταμού, τους διδάσκει και
γίνεται ιερός γι’ αυτούς.
Σιντάρτα,
όλοι αυτοί πάνε να δουν τον Κύριο Βούδα.
Δεν
θα ζήσει για πολύ ακόμα.
Είναι
κοντά στο Φωτισμό, στη Νιρβάνα.
-
Είσαι κουρασμένος; - Ναι.
Η
Καμάλα αναγκαζόταν συχνά να καθυστερεί για να ξεκουράζεται ο γιος της που τον
είχε καλομαθημένο. Το παιδί δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έπρεπε να κάνουν
αυτό το κουραστικό ταξίδι για να δουν έναν άγιο που πέθαινε!
Έλα.
Μαμά,
μαμά, μαμά!
Βοήθεια!
Βοήθεια! Γιατί δεν βοηθάτε;
Ο
Βαζουντέβα άκουσε κι έτρεξε, πήρε τη γυναίκα στα χέρια του. Η πληγή της Καμάλα
πλύθηκε αλλά γρήγορα μαύρισε και το κορμί της φούσκωσε. Της έδωσαν να πιει
κάποιο γιατρικό. Ο Σιντάρτα κοίταξε το πρόσωπο του παιδιού, κάτι του θύμιζε!
Έπειτα είδε την Καμάλα και την αναγνώρισε αμέσως. Τότε κατάλαβε ότι το παιδί
ήταν γιος του, και η καρδιά του σκίρτησε. Η Καμάλα ξαναβρήκε τις αισθήσεις της,
ήταν ξαπλωμένη και δίπλα της ήταν ο Σιντάρτα που τόσο είχε αγαπήσει! Της
φαινόταν σαν όνειρο που έβλεπε το πρόσωπο του φίλου της, σιγά-σιγά κατάλαβε την
κατάσταση, θυμήθηκε το δάγκωμα.
Σιντάρτα!
Σε αναγνώρισα! Πού είναι ο Ασάν;
Μην
ανησυχείς. Εδώ είναι.
Γεράσαμε,
αγαπημένε μου.
Για
ακόμα μια φορά, έλα σε μένα, στον κήπο μου,
όπως
τότε, χωρίς ενδύματα, με σκονισμένα πόδια.
Τα
μάτια σου, τα μάτια σου
είναι
σαν εκείνου [του νέου σαμάνου] Σιντάρτα.
Κι
εγώ γέρασα. Με αναγνώρισες;
Ναι,
Καμάλα. Σε αναγνώρισα.
Αναγνώρισες
κι αυτόν [το γιο σου];
Τα
κατάφερες; Βρήκες Ειρήνη;
Ναι
... το βλέπω!
Θα
βρω κι εγώ Ειρήνη!
Καμάλα,
ήδη έχεις βρει την Ειρήνη!
Η
Καμάλα ήθελε να πάει να προσκυνήσει τον Γκοτάμα, να δει το πρόσωπο ενός
Τέλειου, να αναπνεύσει την ηρεμία του και αντί για Εκείνον συνάντησε τον
Σιντάρτα. Ήταν σα να είχε δει Εκείνον ... ... το χέρι του Σιντάρτα της έκλεισε
τα μάτια. Ο Σιντάρτα κάθισε ώρα και κοίταζε το κοιμισμένο πρόσωπο της.
Παρατηρούσε το στόμα της, το γερασμένο, κουρασμένο στόμα της με τα χείλη που
είχαν ζαρώσει και θυμήθηκε ότι, στην άνοιξη της ζωής του είχε παρομοιάσει αυτό
το στόμα με φρεσκοκομμένο σύκο. Κάθισε ώρα και διάβαζε το χλωμό πρόσωπο, τις
κουρασμένες ρυτίδες, πλημμύριζε απ’ αυτό που έβλεπε. Έβλεπε και το δικό του
πρόσωπο, το ίδιο άσπρο, το ίδιο χαμένο και την ίδια στιγμή έβλεπε και το δικό
του και το δικό της πρόσωπο όταν ήταν νέο, με κόκκινα χείλη, με λαμπερά μάτια
και τον κυρίεψε το αίσθημα του παρόντος, του ΤΩΡΑ, το αίσθημα της ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ.
Ένιωσε βαθιά, πιο βαθιά από ποτέ άλλοτε, την αθανασία κάθε ζωής, την αιωνιότητα
του ΤΩΡΑ. Ο Βαζουβέντα έπεσε να κοιμηθεί. Ο Σιντάρτα πέρασε όλη τη νύχτα
βυθισμένος στο παρελθόν, άγγιζε κι αγκάλιαζε όλες τις περιόδους της ζωής του.
Τώρα πλέον είχε να φροντίζει και τον γιο του. Νωρίς το πρωί, πριν ακόμα φανεί ο
ήλιος, βγήκε ο Βαζουντέβα από τον στάβλο και βρήκε το φίλο του.
Δεν
κοιμήθηκες, Σιντάρτα.
Όχι,
Βαζουντέβα. Καθόμουν εδώ κι άκουγα το ποτάμι.
Μου
είπε πολλά.
Με
γέμισε σωτήριες σκέψεις, ένιωσα την ενότητα.
Πόνεσες,
Σιντάρτα,
βλέπω
όμως ότι καμιά θλίψη δεν μπήκε στην καρδιά σου.
Πώς
θα μπορούσα να είμαι θλιμμένος; Μου χάρισαν το γιο μου.
Γιε
μου, φέρε μου λίγο νερό, γιε μου.
Δεν
είμαι δούλος σου!
Γιατί
δεν με χτυπάς; Δεν μπορείς να με χτυπήσεις;
Φοβάσαι
να με χτυπήσεις. Δεν είσαι άνδρας!
Σε
μισώ, δεν είσαι πατέρας μου,
ακόμα
κι αν ήσουν δέκα φορές εραστής της μητέρας μου!
Ξέρω
ότι θέλεις να με τιμωρείς και να με μειώνεις μόνιμα με την ευσέβεια και την
επιείκεια σου. Θέλεις να γίνω σαν εσένα, τόσο ευσεβής, τόσο πράος, τόσο σοφός!
Άκουσε όμως, εγώ, για να σε βλάψω, προτιμώ να γίνω κλέφτης, αλήτης και
δολοφόνος και να πάω στην κόλαση, παρά να γίνω σαν εσένα!
Ο
γιος σου δεν θέλει να τον ακολουθήσεις.
Πρέπει
να τον ακολουθήσω. Είναι ακόμα παιδί.
Δεν
μπορεί να περάσει το δάσος μόνος. Θα χαθεί.
Δεν
είναι παιδί.
Είναι
ένα δυνατό αγόρι, θα βρει το δρόμο του για την πόλη.
Όχι
Βαζουντέβα. Πρέπει να τον ακολουθήσω ...
...
πώς μπορώ να παραδώσω τον γιο μου που δεν έχει καθόλου ειρήνη στη καρδιά, σ’
αυτόν τον κόσμο; Θα γίνει αλαζόνας, θα χαθεί στις απολαύσεις και στη δύναμη, θα
επαναλάβει όλες τις πλάνες του πατέρα του, θα χαθεί για πάντα, στησανσάρα,
στην κοσμικότητα, στην κοσμική ζωή, στην εξάρτηση από τον υλικό κόσμο,
εγκλωβισμένος συνεχώς στον επώδυνο κύκλο των συνεχών μετενσαρκώσεων, δεν θα
μπορέσει να ξεφύγει εκμηδενίζοντας το κάρμα, το νόμο της ανταπόδοσης, δεν θα
μπορέσει να απελευθερωθεί από τον κόσμο αυτό της απάτης.
Δεν
θέλω να παίξω μαζί σου. Γιατί; Επειδή κερδίζω;
Όχι.
Πήγαινε σπίτι σου. Δεν χρειάζεται να πάω σπίτι.
-
Σιντάρτα ... - Ο γιος μου ...
-
Σιντάρτα
...
Πιστεύεις πραγματικά, ότι γνώρισες όλες τις ανοησίες σου, για να απαλλάξεις τον
γιο σου απ’ αυτές; Μπορείς να προστατέψεις τον γιο σου από τη σανσάρα; Πώς; Με
διδασκαλίες, με παρακάλια, με νουθεσίες; Ξέχασες την ιστορία του Σιντάρτα, του
γιου του βραχμάνου, που μου διηγήθηκες κάποτε εδώ, σ’ αυτό το μέρος; Ποιος
προφύλαξε το σαμάνο Σιντάρτα από την αμαρτία, την πλεονεξία, την ανοησία;
Μπόρεσαν να τον προφυλάξουν η ευσέβεια του πατέρα του, οι νουθεσίες των
δασκάλων του; Ποιος πατέρας, ποιος δάσκαλος μπόρεσε να τον προστατέψει από το
να ζήσει τη δική του ζωή, να λερωθεί μόνος του, να φορτωθεί τις αμαρτίες του,
να πιει το πικρότερο πιοτό, να βρει το δρόμο του; Πιστεύεις ότι είναι δυνατόν ο
γιόκας σου ν’ αποφύγει αυτό το δρόμο επειδή τον αγαπάς, επειδή θάθελες να τον
απαλλάξεις από τον πόνο, την οδύνη και την απογοήτευση; Ο Σιντάρτα κατάλαβε ότι
δεν μπορούσε να βοηθήσει το γιο του, ότι δεν έπρεπε να εξαρτιέται απ’ αυτόν.
Βαθιά στην καρδιά του ένιωσε την αγάπη για τον φυγάδα σαν μια πληγή κι ένιωσε
ότι η πληγή δεν του δόθηκε για να την σκαλίσει, αλλά για να ανθίσει και να
ακτινοβολήσει. Κι όταν ένιωσε την πληγή να φλέγεται, πρόφερε το «Ομ», γέμιζε
από το «Ομ». Σιγά-σιγά ο πόνος μαλάκωσε. Αλλιώτικα έβλεπε τώρα τους ανθρώπους,
λιγότερο έξυπνα, λιγότερο περήφανα, πιο ζεστά, πιο συμπονετικά.
Σιντάρτα,
ταξιδέψαμε πολύ σ' αυτό το ποτάμι.
Τώρα
γέρασα. Δεν μπορώ να δουλεύω άλλο.
Τώρα
είναι ώρα να φύγω.
Άλλα
θα ξανασυναντηθούμε.
Και
να θυμάσαι: Τίποτα δεν παραμένει το ίδιο.
Όλα
αλλάζουν, και όλα επιστρέφουν.
«Πηγαίνω
στα δάση, πηγαίνω στην ενότητα», είπε λάμποντας ο Βαζουντέβα. Έφυγε
αστράφτοντας. Ο Σιντάρτα τον κοίταζε. Τον κοίταζε με βαθιά χαρά, με βαθιά
σοβαρότητα, έβλεπε τα βήματα του γεμάτα γαλήνη, το κεφάλι του γεμάτο λάμψη, το
σώμα του γεμάτο φως. Κάποτε, άκουσε ο Γκοβίντα για έναν γέρο περαματάρη, που τον
θεωρούσαν σοφό. Πέρασε από εκεί, περίεργος να δει τον περαματάρη. Γιατί αν και
είχε ζήσει όλη του τη ζωή σύμφωνα με τους κανόνες κι οι νέοι μοναχοί τον
σέβονταν λόγω της ηλικίας και της μετριοφροσύνης του, δεν είχαν σβήσει από την
καρδιά του η ΑΝΗΣΥΧΙΑ κι η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ.
Μπορείς
να με περάσεις από το ποτάμι;
Πού
πηγαίνεις; Τί ψάχνεις;
Ψάχνω
για το ΣΩΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, σ' όλη μου τη ζωή.
Ίσως
ψάχνεις πάρα πολύ
και
για πάρα πολύ καιρό, αγαπημένε μου φίλε Γκοβίντα.
Σιντάρτα!
Γκοβίντα!
Αγαπημένε
μου φίλε, Γκοβίντα, το πρόβλημα
με
το ΣΤΟΧΟ είναι ότι αποκτά κανείς εμμονή μ' αυτόν.
Όταν
λες ότι ψάχνεις, σημαίνει ότι υπάρχει κάτι για να βρεις.
Αλλά
η πραγματική
ελευθερία
είναι να συνειδητοποιήσεις ότι δεν υπάρχουν στόχοι.
Υπάρχει
μόνο το ΤΩΡΑ.
Ό,τι
έγινε χθες, πέρασε.
Αυτό
που θα γίνει αύριο, ποτέ δεν το ξέρουμε.
Πρέπει
να ζούμε ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ, στο ΤΩΡΑ, όπως το ποτάμι.
Τα
πάντα επιστρέφουν. Τίποτα δεν παραμένει το ίδιο.
Γκοβίντα,
ποτέ δεν είναι κάποιος εντελώς άγιος ή εντελώς αμαρτωλός.
Ο
Βούδας βρίσκεται μέσα στον κλέφτη και στην πόρνη.
Ο
Θεός είναι παντού.
Ο
Θεός είναι παντού;
Βλέπεις
τη πέτρα;
Αυτή
η πέτρα, μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα θα γίνει χώμα.
Και
από χώμα μετά θα γίνει φυτό, ίσως ζώο ή άνθρωπος.
Πριν
το συνειδητοποιήσω
αυτό,
έλεγα: «Αυτή είναι πέτρα, δεν έχει καμιά αξία».
Τώρα,
τώρα σκέφτομαι: «Αυτή η πέτρα
δεν
είναι μόνο πέτρα, είναι και ζώο, είναι Θεός, είναι ο Βούδας.
Και
μέσα στον
κύκλο
των μεταβολών, μπορεί να γίνει και άνθρωπος και πνεύμα.
Έχει
αξία γιατί προέρχεται από το Όλον, και κρύβει μέσα της το Όλον.
Αγαπώ
αυτή τη πέτρα, την αγαπώ, απλώς επειδή είναι πέτρα.
Γκοβίντα,
μπορώ
να
αγαπώ χωρίς λόγια. Γι' αυτό δεν πιστεύω στους Δασκάλους.
Το
ποτάμι! Το ποτάμι είναι ο καλύτερος δάσκαλος!
Θυμάσαι
τον Βούδα;
Ναι,
τον θυμάμαι τον Βούδα
και
όλους όσους αγαπήσαμε και πέθαναν πριν από εμάς.
Κι
έχω καταλάβει ότι πρέπει να ξεχάσουμε την αναζήτηση.
Πες
μου
κάτι
που θα με βοηθήσει. Ο δρόμος μου είναι σκληρός!
Πες
μου
κάτι
που να μπορέσω να καταλάβω. Βοήθησε με, Σιντάρτα!
Σταμάτα
να
αναζητάς, σταμάτα να ανησυχείς και μάθε να δίνεις αγάπη.
Μείνε
και δούλεψε μαζί μου εδώ στο ποτάμι, Γκοβίντα.
Γαλήνεψε,
Γκοβίντα, ΕΙΡΗΝΕΥΣΕ!
Ο
Γκοβίντα κοίταζε τον Σιντάρτα, κι αυτός του είπε: «Σκύψε κοντά μου, Γκοβίντα,
φίλησε με στο μέτωπο» Και ενώ ο Γκοβίντα έκπληκτος και σπρωγμένος από τη μεγάλη
του αγάπη και από μια προαίσθηση έσκυβε κοντά του και άγγιζε με τα χείλη του το
μέτωπο του, του συνέβη κάτι θαυμάσιο. Δεν έβλεπε πια το πρόσωπο του φίλου
Σιντάρτα, αντί γι’ αυτό έβλεπε άλλα πρόσωπα, πολλά, ..... Μη ξέροντας πια αν
υπάρχει χρόνος, αν αυτό το όραμα είχε κρατήσει ένα δευτερόλεπτο ή έναν αιώνα,
μη ξέροντας αν υπάρχει ο Σιντάρτα ή ο Γκοτάμα, αν υπάρχει το Εγώ ή το Εσύ,
πληγωμένος στα κατάβαθα της ψυχής του σαν από θεϊκό βέλος, με τη γεύση της
πληγής όμως γλυκιά, μαγεμένος και λειωμένος ως τα βάθη της ψυχής του, έμεινε ο
Γκοβίντα σκυμμένος για λίγο ακόμα πάνω στο ήρεμο πρόσωπο του Σιντάρτα, Το
πρόσωπο του Σιντάρτα παρέμεινε απαράλλαχτο, αφού μέσα του έκλεισε το βάθος της
πολλαπλότητας, χαμογελούσε ήρεμα. Ίσως πολύ αγαθά, ίσως πολύ ειρωνικά, ακριβώς
όπως χαμογελούσε ο Έξοχος, ο Βούδας! Ο Γκοβίντα υποκλίθηκε βαθιά και στο
πρόσωπο του έτρεχαν δάκρυα χωρίς να το καταλαβαίνει. Σαν φωτιά έκαιγε στην
καρδιά του το αίσθημα της τρυφερότατης αγάπης, του ταπεινού σεβασμού.
Υποκλίθηκε βαθιά, ως τη γη, μπροστά στον καθιστό, ακίνητο Σιντάρτα, που το
χαμόγελο του, του θύμιζε ό,τι αγάπησε στη ζωή του, ό,τι υπήρξε γι’ αυτόν
πολύτιμο και ιερό.