Διάφορα «ευαγγέλια»
(Απόκρυφα) (Αναδημοσίευση από http://exprotestant.blogspot.gr)
Παρακάτω παρουσιάζουμε μερικά από τα
διάφορα «ευαγγέλια» και λοιπά κείμενα τα οποία η Εκκλησία ποτέ δεν δέχτηκε
στους κόλπους της ως γνήσια Χριστιανικά, μαζί με μια σύντομη αναφορά του
καθηγητή Στ. Παπαδόπουλου για αυτά. Όσοι απορρίπτουν την Ιστορική Ορθόδοξη
Εκκλησία, πρέπει να μας εξηγήσουν πως είναι δυνατόν να την απορρίπτουν, αλλά
παράλληλα να την εμπιστεύονται αναφορικά με την επιλογή των βιβλίων της Καινής
Διαθήκης που έγινε μόλις τον 4ο αιώνα, ανάμεσα σε πλήθος έργων που έφεραν
αποστολικά ονόματα. Ποιος μας βεβαιώνει ότι τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης
που έχουμε σήμερα, ότι έχουν όντως αποστολική προέλευση; Μα η «αποστατημένη»
(κατά την ασεβή αίρεση του Προτεσταντισμού) Ορθόδοξη Εκκλησία του Κυρίου!
Ευαγγέλια Ιουδαιοχριστιανικά.
Α) Ευαγγέλιον των Ναζαρηνών. «Είναι
ιουδαιοχριστιανικής προελεύσεως και συγγενεύει με το κανονικό ευαγγέλιο του
Ματθαίου. Γράφτηκε μεταξύ 70 και 150 στην αραμαική ή συριακή γλώσσα».
Β) Ευαγγέλιο των Εβιωναίων. «Έργο των αρχών του Β
αιώνος, συγγενές προς το ευαγγέλιο του Ματθαίου».
Γ) Καθ’ Εβραίους Ευαγγέλιον. «Το ιουδαιοχριστιανικό αυτό κείμενο γράφτηκε κατά το πρώτο ήμισυ του Β αι.
στην αραμαική. Δεν συμφωνεί με την συνοπτική παράδοση καιεκφράζει
συγκρητιστικές και γνωστικές τάσεις».
Δ) Ευαγγέλιον κατ’ Αιγυπτίους. «Ήταν ευαγγέλιο των εξ
εθνικών χριστιανών της Αιγύπτου και μάλιστα εκείνων που είχαν τάσεις
εγκρατιτικές και γνωστικές. Γράφτηκε στο πρώτο ήμισυ του Β αιίνα…».
Ε) Κατά Πέτρον ευαγγέλιον. «Από το 1886 έχομε μέρος
του Ευαγγελίου του Πέτρου, το οποίο μνημονεύουν ο Σεραπίων Αντιοχείας και ο
Ωριγένης. Το έργο είναι σημαντικό φιλολογικό και θεολογικό τεκμήριο, μολονότι ο
συντάκτης του κινείται μεταξύ αποστολικής παραδόσεως, λαϊκών αντιλήψεων και
κακοδοξίας».
Ευαγγέλια Γνωστικά Χριστιανίζοντα.
Στ) Γέννησις Μαρίας –
Αποκάλυψις Ιακώβου. «Είναι ο αρχαιότερος
τίτλος που έχομε για το γνωστό Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου, που γράφτηκε
σταδιακά από εξ εθνικών- και μάλλον ορθόδοξο- χριστιανό περί τα μέσα ίσως του Β
αι., μολονότι πολλοί το τοποθετούν σε μεταγενέστερους χρόνους. Το 1958 ο M.
Testutz εξέδωσε τον πάπυρο Boomer V, στον οποίο περιέχεται το παρόν Ευαγγέλιο
στα ελληνικά. Το έργο τούτο σκοπό έχει να υπογραμμίσει την αειπαρθενία της Θεοτόκου
και φυσικά να καλύψει με περισσή αφέλεια και ευσέβεια τα πραγματικά κενά που
παρατηρούνται στα κανονικά Ευαγγέλια σχετικά με τη ζωή της Μαρίας και τα
παιδικά έτη του Κυρίου. Έτσι διηγείται τη γέννηση της Μαρίας, τη ζωή της στο
ναό, τη μνηστεία της με τον ηλικιωμένο χήρο Ιωσήφ, ο οποίος είχε υιό από την
πρώτη του σύζυγο τον δήθεν συγγραφέα του παρόντος έργου Ιάκωβο. Ακολουθούν το
γεγονός της γεννήσεως του Κυρίου και τα θαύματα που έλαβαν χώρα. Πολλά στοιχεία
του ευαγγελίου τούτου εισήλθαν στην παράδοση της Εκκλησίας, η οποία πάντως
απέρριπτε αυτό πάντοτε».
Ζ) Ευαγγέλιον του Θωμά (ή Τα παιδικά χρόνια του
Κυρίου). «Από πληροφορία του Ειρηναίου γνωρίζομε ότι το Ευαγγέλιο τούτο
χρησιμοποιούσαν οι οπαδοί του γνωστικού Μάρκου (150- 170). Άρα γράφτηκε περί τα
μέσα του Β’ αιώνα από γνωστικίζοντα χριστιανό. Σκοπός του είναι κυρίως να
περιγράψει την καθημερινή ζωή και τα θαύματα που έκαμε ο Κύριος μεταξύ πέντε
και δώδεκα ετών. Τούτο γίνεται χωρίς φιλολογική ευαισθησία και με την απουσία
κάθε θεολογικής κατανοήσεως της αποστολής και του προσώπου του Κυρίου».
Η) Ευαγγέλιον των Δώδεκα Αποστόλων. «Δεν σώζεται αλλά μνημονεύεται από τον Ωριγένη, τον Θεοφύλακτο και άλλους
εκκλησιαστικούς συγγραφείς… με τον ίδιο τίτλο μνημονεύεται χαμένο κείμενο των
Κουκιανών της περιοχής της Έδεσσας στη Συρία και Ευαγγέλιο, που χρησιμοποιούσαν
μανιχαικοί κύκλοι, όπως βεβαιώνει ο μελχίτης Theodor Abu Qurra».
Θ) Κατά Φίλιππον Ευαγγέλιον. «Ο Επιφάνιος διασώζει μικρό απόσπασμα, το
οποίο ήταν και το μόνο ίχνος του απόκρυφου τούτου έργου, μέχρι το 1945, οπότε
ανευρέθηκαν τα κοπτικά χειρόγραφα στο Nag- Hammadi της Αιγύπτου. Στα κείμενα
αυτά υπάρχει και το ευαγγέλιον του Φιλίππου. Για το δήθεν συγγραφικό έργο του
Φιλίππου γνωρίζομε και από το περίφημο γνωστικό κείμενο Πίστις Σοφία, σύμφωνα
με το οποίο ο «μακάριος» Φίλιππος κατέγραψε όλους τους λόγους και
όλες τις πράξεις του Κυρίου. Το ευαγγέλιον του Φιλίππου αποτελεί μάλλον
ανθολόγιο γνωστικών αποφθεγμάτων και αντιλήψεων παρά οργανικό σύνολο.
Επικρατούν τα στοιχεία της διδασκαλίας του Ουαλεντίνου και άρα το
χρησιμοποιούσαν οι γνωστικοί Ουαλεντινιανοί. Δυνατόν να γράφτηκε περί τα μέσα
(ή λίγο μετά) του Β’ αιώνα. Ο συντάκτης επανέρχεται συχνά στο θέμα του Αδάμ και
του Παραδείσου και προσφέρει πολύ υλικό για τη γνώση του συστήματος του
Ουαλεντίνου».
Ι) Κατά Θωμάν Ευαγγέλιον. «Παρά τον τίτλο του κειμένου η μορφή του
είναι συλλογή 114 δήθεν ‘’λογίων» ή αποφθεγμάτων του Κυρίου, τα οποία
κατέγραψε ο Θωμάς και τα οποία προδίδουν τη γνωστική προέλευσή τους. Συγχρόνως
όμως υπάρχουν και «λόγια» ξένα προς το κλίμα του γνωστικισμού. Τούτο
οδήγησε στην υπόθεση ότι δυνατόν το κείμενο να γνώρισε δύο επεξεργασίες, μια
από ορθόδοξο συντάκτη και μια από γνωστικό…τα «λόγια» αυτά πρέπει
γενικά να θεωρηθούν σαν απόκρυφη ευαγγελική παράδοση, παράλληλη προς την παράδοση
των συνοπτικών και βάση όλων των γνωστικών ευαγγελίων του Β’ και Γ’ αιώνα. Η
σύνταξη του έργου τοποθετείται στην εποχή του 140 ή λίγο αργότερα».
ΙΑ) Ευαγγέλιον κατά Ματθίαν. «Το κείμενο τούτο μνημονεύει ως αιρετικό ο
Ωριγένης, ενώ ο Κλήμης Αλεξανδρείας καταχωρίζει στο έργο του Στρωματείς τρία ή
τέσσερα σύντομα αποσπάσματα, τα οποία όμως προσγράφει όχι στο ευαγγέλιο, αλλά
στις «Παραδόσεις» του Ματθία. Πιθανώς πρόκειται για το ίδιο έργο, το
οποίο προέρχεται από γνωστικούς μάλλον κύκλους…».
ΙΒ) Ευαγγέλιον των Αιγυπτίων (Το ιερόν βιβλίον του μεγάλου αοράτου
Πνεύματος). «Ανήκει στο τύπο των γνωστικών ευαγγελίων με δικά του όμως
χαρακτηριστικά. Γράφτηκε στην ελληνική από σηθιανούς γνωστικούς της Αιγύπτου
στο πρώτο ήμισυ του Β’ αιώνα και δεν έχει σχέση με το ήδη γνωστό απόκρυφο
ευαγγέλιον κατ’ Αιγυπτίων… Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Σήθ, που εμφανίζεται
βραδύτερα στους πλανηθέντες απογόνους του μέσω του Ιησού για να τους σώσει.
Τούτο επιτυγχάνεται τόσο με τη γνώση, όσο και με το βάπτισμα και τη λατρεία».
ΙΓ) Ευαγγέλιον του Ιούδα. «Ήταν έργο των γνωστικών Καινιτών, οι
οποίοι το έγραψαν μάλλον μεταξύ 130 και 150».
ΙΔ) Ευαγγέλιον κατά Μαριάμ. «Σώζεται μόνο τμηματικά
σε κοπτική μετάφραση και στο ελληνικό πρωτότυπο μόνο σε ένα φύλλο. Το κείμενο
πρέπει να διακριθεί σε δύο μέρη. Στο πρώτο έχομε συζήτηση του αναστημένου
Χριστού με τους μαθητές του. Το δεύτερο αρχίζει με παράκληση του Πέτρου προς τη
Θεοτόκο, για να κοινοποιήσει αποκαλύψεις, που είναι οράματα. Το κλίμα, η γλώσσα
και τα θέματα του έργου μαρτυρούν τη γνωστική του προέλευση. Τοποθετείται
γενικά στον Β’ αιώνα».
ΙΕ) Ευαγγέλιον Εύας. «Δεν είναι περίεργο για το γνωστικισμό ότι
ένας από τους αναρίθμητους δασκάλους και συγγραφείς του έθεσε όνομα
παλαιοδιαθηκικού προσώπου στο κείμενό του, αν και είναι η μοναδική γνωστή
περίπτωση».
ΙΣΤ) Ευαγγέλιον τελειώσεως. «Τούτο γνωρίζομε δια του Επιφανίου
(Πανάριον) 26,2,6-3). Επρόκειτο για γνωστικό έργο μάλλον του Β’ αιώνος, που
παρουσίαζε το ιδεώδες της τελειώσεως (ή απευθύνονταν στους τελείους) και
συνιστούσε το πλήρωμα και την τελείωση της αποκαλύψεως».
ΙΖ) Το βιβλίον Θωμά του αθλητού. «…ανήκει οπωσδήποτε στον τύπο των
γνωστικών ευαγγελίων, απευθύνεται προς τους τελείους και προσφέρει μυστική
γνώση. Αρχίζει με αποκάλυψη του ‘’Σωτήρος» εις τον Θωμά (καταγράφει αυτήν
ο Ματθαίος), τελειώνει με μακράν ομιλία του Σωτήρος, που γίνεται πριν από την
ανάληψή του, και διατυπώνει εγκρατιτικές αντιλήψεις».
ΙΗ) Αγνώστων Ευαγγελίων αποσπάσματα. «Στον πάπυρο Egerton 2, που είναι γραμμένος πριν το 150, υπάρχουν πέντε
περικοπές αγνώστου Ευαγγελίου. Τούτο σαφώς απόκρυφο, αλλά παρουσιάζει μεγάλη
συγγένεια προς τα συνοπτικά και τον Ιωάννη. Μαρτυρεί παράδοση ελαφρά
παραλλαγμένη από την κανονική ευαγγελική παράδοση, αλλά μάλλον υψηλής στάθμης,
αν βέβαια συγκριθεί προς τα υπόλοιπα απόκρυφα Ευαγγέλια. Στο μικροσκοπικό
περγαμηνό κώδικα 840 της Οξυρύγχου (Μέση Αίγυπτος), σώζεται απόσπασμα άλλου
αγνώστου Ευαγγελίου, το οποίο έχει πολλούς σημιτισμούς και παρουσιάζει γενικά
σοβαρότητα στις διηγήσεις».
ΙΘ) Λόγια του Κυρίου. «»Λόγια» του Κυρίου, που άλλα είναι
άγνωστα και άλλα γνωστά εις τα κανονικά ή τα απόκρυφα ευαγγελικά κείμενα…».
Πράξεις, Επιστολές και Αποκαλύψεις αποστόλων.
1. Πράξεις Πέτρου και των 12 Αποστόλων. «Χαρακτηρίζεται έτσι το πρώτο έργο του κοπτικού κώδικα VI, που βρέθηκε στο
Nag- Hammadi. Δεν φαίνεται να έχει σχέση με τα ήδη γνωστά απόκρυφα που
προσγράφονται στο απόστολο Πέτρο».
2. Επιστολή Αποστόλων. «Σημαντικό απόκρυφο
έργο, γραμμένο ελληνικά στο πρώτο ήμισυ του Β’ αιώνα. Βρέθηκε πρώτα σε
κοπτικό χειρόγραφο το 1895. Ακολούθησε ανεύρεση λατινικών αποσπασμάτων
και ακέραιης αιθιοπικής μεταφράσεως (1913). Σκοπός του έργου είναι η
αντιμετώπιση του κινδύνου που δημιουργούσε ο δοκητισμός και ο γνωστικισμός, του
οποίου όμως ασυνείδητα εξέφραζε το κλίμα και χρησιμοποιούσε αντιλήψεις και
τρόπο σκέψεως. Πχ η έννοια του Λόγου, που με τη μορφή του Γαβριήλ έρχεται από
τον ουρανό, όπως οι αιώνες, και γίνεται άνθρωπος, είναι βαθειά επηρεασμένη από
τα γνωστικά συστήματα.
Το περιεχόμενο είναι συνομιλίες με τον Κύριο, αποκαλύψεις και διδασκαλίες του Κυρίου, τις οποίες δίδει μετά την ανάσταση στους ένδεκα μαθητές του. Αυτοί απευθύνονται με την Επιστολή τους σε ολόκληρο τον κόσμο, προσφέροντας ότι έλαβαν από τον Κύριο. Έτσι πληροφορούν για την έλευση του Κυρίου, για την αποστολή της δυνάμεώς του με την μορφή του Γαβριήλ, για την κάθοδό του στον Άδη, την ανάσταση των σωμάτων… ο συντάκτης του έργου αντλεί από Ιουδαϊκές πηγές και απόκρυφα, γνωρίζει τα ερμητικά έργα, έχει συγκρητιστική διάθεση, εκπροσωπεί είδος ιουδαιο- εσσαικής ευσεβείας, γράφει στην Αίγυπτο και δε μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε φορέας της παραδόσεως, αλλά ούτε και γνωστικός».
Το περιεχόμενο είναι συνομιλίες με τον Κύριο, αποκαλύψεις και διδασκαλίες του Κυρίου, τις οποίες δίδει μετά την ανάσταση στους ένδεκα μαθητές του. Αυτοί απευθύνονται με την Επιστολή τους σε ολόκληρο τον κόσμο, προσφέροντας ότι έλαβαν από τον Κύριο. Έτσι πληροφορούν για την έλευση του Κυρίου, για την αποστολή της δυνάμεώς του με την μορφή του Γαβριήλ, για την κάθοδό του στον Άδη, την ανάσταση των σωμάτων… ο συντάκτης του έργου αντλεί από Ιουδαϊκές πηγές και απόκρυφα, γνωρίζει τα ερμητικά έργα, έχει συγκρητιστική διάθεση, εκπροσωπεί είδος ιουδαιο- εσσαικής ευσεβείας, γράφει στην Αίγυπτο και δε μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε φορέας της παραδόσεως, αλλά ούτε και γνωστικός».
3. Απόκρυφον (=επιστολή) του Ιακώβου. «Το κείμενο έχει μορφή περισσότερο επιστολής, η οποία στέλνεται σε άγνωστο
για μας παραλήπτη και στην οποία υπάρχει είδος εσωτερικής (προσωπικής) αποκαλύψεως
του Ιακώβου (του Αδελφόθεου;). Το κλίμα του κειμένου είναι σαφώς γνωστικό.
Γράφτηκε μάλλον στο πρώτο ήμισυ του Β’ αιώνα. Πιθανόν να προέρχεται από
κηρινθιανούς κύκλους».
4. Επιστολή Πέτρου προς Φίλιππον. «Γνωστικό κείμενο που η επιστήμη το
γνώρισε από τον κώδικα VIII του Nag- Hammadi.
5. Αποκάλυψις Πέτρου. «Το περιεχόμενο της Αποκαλύψεως αναφέρεται
στη φανέρωση γεγονότων, που αφορούν την Β’ Παρουσία του Κυρίου, την τιμωρία των
αμαρτωλών, την ανάσταση των νεκρών κα… Το παρόν απόκρυφο εξαρτάται απόλυτα από
λαϊκές αποκαλυπτικές αντιλήψεις, που κυκλοφορούσαν στον Ιουδαϊκό χώρο, καθώς
και από τα θρησκευτικά ρεύματα της εποχής (ορφισμός, πυθαγόρεια μυστήρια,
ανατολικές θρησκευτικές δοξασίες). Έτσι ενώπιον μας έχομε τον τρόπο, με τον
οποίον θύραθεν και λαϊκές αντιλήψεις περί ουρανού και κολάσεως προσπαθούν να
εισέλθουν στην Εκκλησία. Ενδεικτικό της αποκλίσεως από την παράδοση της
Εκκλησίας είναι ότι στην απόκρυφη Αποκάλυψη κεντρικό θέμα- πρόσωπο δεν είναι ο
Κύριος, αλλά οι αφελείς και αυθαίρετες περιγραφές της καταστάσεως στη μετά
θάνατο ζωή των ανθρώπων και κυρίως των αμαρτωλών».
6. Αποκάλυψις Πέτρου. «Έργο γνωστικό και διάφορο από το
προηγούμενο κείμενο. Παραδίδεται από τον κώδικα VII του Nag- Hammadi».
7. Αποκάλυψις Παύλου. «Γνωστικό έργο, που παραδίδεται από τον
κώδικα V του Hammadi, που δεν έχει σχέση με το παλαιότερα γνωστό κείμενο της
Αποκαλύψεως του Παύλου και που ίσως είναι το Αναβατικόν Παύλου (Επιφάνιος,
Πανάριον, 38,2), το οποίο χρησιμοποιούσαν οι γνωστικοί Καινίτες. Κεντρική θέση
στο έργο κατέχει η διήγηση των συνθηκών- τυχών της ψυχής στις ουράνιες σφαίρες.
Τις συνθήκες αυτές περιγράφει ο Παύλος, που ο ίδιος «ανηρπάγη» όχι
μόνο «εις τρίτον ουρανόν», αλλά και από τον τρίτο μέχρι τον δέκατο
ουρανό».
8. Αποκάλυψη Ιακώβου πρώτη. «Ο αδελφόθεος Ιάκωβος δέχεται αποκαλύψεις
σε διαλογικές συζητήσεις που έχει με τον Κύριο προ και μετά την ανάστασή του.
Γίνεται λόγος για την Σοφία- Αχαμώθ, γνωστή από το σύστημα του Ουαλεντίνου,την
ανάληψη της ψυχής, τις εχθρικές δυνάμεις και προφητεύεται η καταστροφή της
Ιερουσαλήμ. Η ψυχή για να επανέλθει στον Πατέρα πρέπει να φτάσει τους 72
ουρανούς, ο αριθμός των οποίων σχετίζεται μάλλον προς τον αριθμό 12 που είναι
οι Άρχοντες. Το έργο γενικά εκφράζει ιουδαιοχριστιανικό γνωστικισμό του
συριακού χώρου».
9. Αποκάλυψις Ιακώβου Δευτέρα. «Το περίγραμμα και το περιβάλλον στο
γνωστικό τούτο έργο εμφανίζονται ιουδαιοχριστιανικά».
10. Απόκρυφον του Ιωάννου. «Με τον τίτλο αυτό σώζεται γνωστικό έργο
στην ελληνική και σε τέσσερες διαφορετικές κοπτικές μεταφράσεις. Εκφράζει
προουαλεντινιανό γνωστικισμό. Ο Ιωάννης πριν από την ανάληψη του Κυρίου δέχεται
αποκαλύψεις, οι οποίες αποδίδουν την κοσμολογία και την ανθρωπολογία του
πρώιμου γνωστικισμού. Το κείμενο γνώρισε διασκευές και επεξεργασίες, ώστε να
εξυπηρετεί τους εκπροσώπους των διαφόρων τοποθετήσεων. Ήταν ιδιαίτερα προσφιλές
εις τους κύκλους των χριστιανιζόντων γνωστικών, όπως μαρτυρούν οι συχνές
μεταγραφές και μεταφράσεις του. Το αρχικό κείμενο γράφτξηκε στο πρώτο ήμισυ του
Β’ αιώνα και ήταν αυστηρά γνωστικό».
11. Αποσπάσματα συνομιλίας του Ιησού και του Ιωάννου. «Το κείμενο, στα κοπτικά, έχει σαφώς γνωστικό χαρακτήρα και συγγενεύει με
το Απόκρυφον του Ιωάννου, γι’ αυτό και γίνεται η υπόθεση ότι πρόκειται για
συνομιλία με τον απόστολο Ιωάννη».
12. Γέννα Μαρίας. «Έτσι χαρακτηρίζεται απόκρυφο κείμενο από
τον Επιφάνιο, εις τον οποίο οφείλουμε τη μνεία και το μόνο απόσπασμα (Πανάριον,
26,12). Πρόκειται για γνωστικό κείμενο μάλλον των μέσων του Β’ αιώνα».
13.Ερωτήσεις Μαρίας (Μαγδαληνής ή Θεοτόκου;). «Ο Επιφάνιος αναφέρει μεταξύ των απόκρυφων έργων και τις «Ερωτήσεις
Μαρίας», που ο ίδιος συγγραφέας διακρίνει σε «μικράς» και
«μεγάλας» (Πανάριον 26, 8, 1-2). Οι τελευταίες ανήκουν στον τύπο των
γνωστικών ευαγγελίων και προσφέρουν μυστική αποκάλυψη».
(Τα στοιχεία συνελέγησαν από τον πρώτο τόμο της πατρολογίας του Στ.
Παπαδόπουλου, σελ. 212- 223).
Καινοδιαθηκικά.
Α) Πράξεις Πέτρου. Ένα από τα πολλά
απόκρυφα έργα που αποδόθηκαν στον απόστολο Πέτρο. Πρόκειται όμως για συλλογή
διαφορετικών μεταξύ τους κειμένων, τα οποία έχουν κοινό τίτλο: Πράξεις Πέτρου
του Αποστόλου. Η συλλογή αυτή είναι η αρχαιότερη του είδους της και
περιλαμβάνει τα εξής κείμενα.
i) Πράξεις Πέτρου μετά
Σίμωνος…, ii) Μαρτύριον του αγίου Πέτρου…, iii) Διηγήσεις περί των θυγατέρων
του Πέτρου…. iv) Διηγήσεις περί της θυγατρός του κηπουρού.
Οι Πράξεις Πέτρου
γράφτηκαν στην Ρώμη ή τη Μικρά Ασία στο τέλος του Β’ αιώνος και πιθανόν μεταξύ
180- 190 από συντάκτη με δοκητικές, εγκρατιτικές και ευσεβολαϊκές τάσεις.
Β) Πράξεις Παύλου. Στην μερική αποκατάσταση του έργου, που ως
σύνολο έχει απολεσθεί, συνετέλεσε πολύ ο κοπτικός Πάπυρος Heidelberg 1, που
βρέθηκε το 1894, καθώς και σειρά μεταγενέστερων ανευρέσεων χειρογράφων κωδίκων
μέχρι το 1959. Έτσι αποδείχτηκε ότι τις Πράξεις Παύλου συνιστούν κείμενα, τα
οποία σώζονται αποσπασματικά, τα οποία ήσαν άλλοτε ανεξάρτητα μεταξύ τους και
τα οποία εκθέτουν:
i)Ταξίδια και δράση του Παύλου στη Δαμασκό, τα Ιεροσόλυμα και την Αντιόχεια.
ii) Πράξεις Παύλου και Θέκλης.
iii) Ταξίδια και δράση εις Μύρα, Σιδώνα, Τύρο, Έφεσο, Φιλίππους, Κόρινθο, Ιταλία.
iv) Μαρτύριον του Παύλου.
ii) Πράξεις Παύλου και Θέκλης.
iii) Ταξίδια και δράση εις Μύρα, Σιδώνα, Τύρο, Έφεσο, Φιλίππους, Κόρινθο, Ιταλία.
iv) Μαρτύριον του Παύλου.
Στις Πράξεις Παύλου και Θέκλης περιλαμβάνεται επιστολή των Κορινθίων προς τον Παύλο και απάντηση αυτού, δηλ, η Γ’ προς Κορινθίους, η οποία όμως ενωρίς αποσπάστηκε από το όλο σώμα, καθώς φαίνεται από την ύπαρξη της στον πάπυρο Bodmer X, και από άλλες μαρτυρίες. Ο χαρακτήρας του έργου είναι οικοδομητικός. Η αναζήτηση θεολογικών προϋποθέσεων και τάσεων στο έργο είναι μάταιη, διότι ο συντάκτης σκοπό είχε μόνο να συμπληρώσει τα καινοδιαθηκικά κενά χάριν της Εκκλησίας. Κατήντησε βέβαια στη σύνταξη μυθιστορήματος, αλλά με αυτό δεν απέβλεπε στην αλλαγή της καινοδιαθηκικής παραδόσεως, την οποία γνώριζε και χρησιμοποιούσε.
Γ) Πράξεις Ανδρέου… Θέμα όλων των σχετικών
κειμένων είναι η δράση του αποστόλου Ανδρέα από τον Πόντο μέχρι το Βυζάντιο και
την Πάτρα (Αχαΐα), όπου υφίσταται το μαρτυρικό θάνατο, τον οποίο αφηγείται. Ο
συγγραφέας του έργου, που κατά τον Ευσέβιο (Εκκλης. Ιστ. Γ 25,6) υπήρξε
αιρετικός, είναι αρκετά προσεκτικός στις περιγραφές του, ώστε δίνει σε αυτές
αληθοφάνεια. Συγχρόνως πρέπει να λεχθεί ότι ο συντάκτης κινείται μάλλον στο
χώρο της Εκκλησίας, οι δε εξωτερικές επιδράσεις (γνωστικισμού κλπ) είναι
τουλάχιστον μικρές. Η σύνταξη του έργου τοποθετείται στα τέλη του Β’ αι. και
πάντως όχι μετά το 190.
Δ) Κηρύγματα Πέτρου. Κηρυγματικό υλικό και μια επιστολή του
Πέτρου προς τον Ιάκωβο Ιεροσολύμων. Υπάρχουν στο σώμα των Ψευδοκλημεντίων, που
παραδίδονται ως Ομιλίαι ή ως Αναγνωσμοί (= λατινική παραλλαγή: Recognitiones),
για τα οποία γίνεται αλλού λόγος. Το κηρυγματικό υλικό, δηλαδή τα δήθεν κηρύγματα
του Πέτρου κατά τις περιοδείες του, δυνατόν να έχουν συνταχθεί στο τέλος του Β’
αι. ή περί το 200.
Ε) Σοφία Ιησού Χριστού. Γνωστικό κείμενο με
χριστιανικό ένδυμα. Παραδίδεται από τον ελληνικό πάπυρο Berolin. 8502 και από
κοπτικό κώδικα του Nag- Hammadi (1946), ενώ απόσπασμα δύο σελίδων έχομε και
στον πάπυρο 1081 της Οξυρύγχου. Το έργο έχει τη μορφή των γνωστικών Ευαγγελίων
και διηγείται γεγονότα, που δήθεν έλαβαν χώρα μεταξύ αναστάσεως και αναλήψεως
του Κυρίου σε κάποιο βουνό. Οι απόστολοι και επτά γυναίκες δέχονται σαν
απαντήσεις από το Χριστό αποκαλύψεις εξαιρετικά σπουδαίες, λύσεις σε όλα τα
προβλήματα και εξηγήσεις όλων των μυστηρίων.
Η ανάμιξη στο έργο τούτο εθνικών, γνωστικών και ανατολιτικοθρησκευτικών αντιλήψεων είναι προφανής. Το παρόν απόκρυφο, που το χαρακτηρίζομε έτσι μόνο ένεκα των σχημάτων που διατηρεί από το χριστιανισμό, προδίδει την τάση των γνωστικών να ενδυθούν την κοσμοθεωρία τους και να χρησιμοποιούν για την έκφρασή της τη γλώσσα της εποχής, ώστε να ανθέξει περισσότερο στην κριτική και να προσεχθεί ακόμη και από τους χριστιανούς. Το έργο γράφτηκε αρχικά στην ελληνική κατά το β’ ήμισυ του Β’ ή στις αρχές του Γ’ αι. Ήδη έχομε έκδοση και κοπτικής μεταφράσεως του έργου.
Η ανάμιξη στο έργο τούτο εθνικών, γνωστικών και ανατολιτικοθρησκευτικών αντιλήψεων είναι προφανής. Το παρόν απόκρυφο, που το χαρακτηρίζομε έτσι μόνο ένεκα των σχημάτων που διατηρεί από το χριστιανισμό, προδίδει την τάση των γνωστικών να ενδυθούν την κοσμοθεωρία τους και να χρησιμοποιούν για την έκφρασή της τη γλώσσα της εποχής, ώστε να ανθέξει περισσότερο στην κριτική και να προσεχθεί ακόμη και από τους χριστιανούς. Το έργο γράφτηκε αρχικά στην ελληνική κατά το β’ ήμισυ του Β’ ή στις αρχές του Γ’ αι. Ήδη έχομε έκδοση και κοπτικής μεταφράσεως του έργου.
ΣΤ) Διάλογος του Σωτήρος. Σώζεται μόνο κοπτικά
και σε κακή κατάσταση στη συλλογή του Nag- Hammadi (1946). Ανήκει στον τύπο των
γνωστικών Ευαγγελίων και η φιλολογική του μορφή είναι διαλογική. Όπως στην
Σοφία Ιησού Χριστού, έτσι και εδώ ο Σωτήρ απαντά ικανοποιητικά σε όλα τα
ερωτήματα των μαθητών του, τα οποία είναι κοσμολογικά, ανθρωπολογικά,
σωτηριολογικά και εσχατολογικά. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γνωστικού τούτου
κειμένου είναι μερικά συμβολικά επεισόδια και οράσεις, καθώς επίσης και
απηχήσεις των συνοπτικών Ευαγγελίων. Πιθανότατα ο συντάκτης χρησιμοποίησε
παλαιότερα απόκρυφα Ευαγγέλια, όπως πχ το Ευαγγέλιο κατ’ Αιγυπτίους. Ο
προσδιορισμός του χρόνου, του τόπου και του συντάκτη του Διαλόγου δεν είναι
δυνατός. Ίσως προέρχεται από το τέλος του Β’ ή τις αρχές του Γ’ αι.
Ζ) Επιστολή προς Λαοδικείς Παύλου. Το σύντομο επιστολικό τούτο κείμενο συνιστά δυσεπίλυτο φιλολογικό πρόβλημα.
Στον κανόνα Muratori αναφέρεται ως μη κανονικό έργο ομοιότιτλη επιστολή, αλλά
δε γνωρίζομε αν το σωζόμενο λατινικό κείμενο είναι η επιστολή του Muratori.
Υπόθεση, κατά την οποία το σημερινό κείμενο έχει μαρκιωνιτική προέλευση, δε
γίνεται δεκτή. Πρόκειται για συλλογή παυλείων κειμένων (από την προς
Φιλιππησίους κυρίως), που έγινε από όχι σπουδαίο συγγραφέα μεταξύ του Β’ και
του Δ’ αι.
Παλαιοδιαθηκικά.
Α) Διαθήκαι των δώδεκα Πατριαρχών. Το έργο έχει προέλευση ιουδαϊκή, αλλά γνώρισε ην επεξεργασία χριστιανού
συγγραφέα μάλλον το β’ ήμισυ του Β’ αιώνα μ Χ. Παραδίδει τα δήθεν τελευταία
λόγια των υιών του Ιακώβ, εκφράζει τις Ιουδαϊκές αντιλήψεις περί του μέλλοντος
του Ισραήλ και του Μεσσία και φανερώνει τη βαθειά επίδραση της ελληνικής λαϊκής
σκέψεως στον ιουδαϊσμό.
Β) Μαρτύριον και ανάληψις του Ησαία. Διμερές έργο του Β’ αιώνα, το οποίο σώθηκε ολόκληρο μόνο στην αιθιοπική. Εν
τούτοις έχομε τμήματά του στην ελληνική, την κοπτική, την σλαβική και την
λατινική. Χριστιανικό χέρι έχει συντάξει μόνο το δεύτερο μέρος, όπου η όραση
του προφήτη, κατά την οποία ανεβαίνει στον έβδομο ουρανό και λαμβάνει την
αποκάλυψη για την έλευση του Χριστού.
Γ) Το Ε’ και ΣΤ’ βιβλίον Έσδρα. Ιουδαιό – χριστιανικό
αποκαλυπτικό έργο που κυριαρχείται από το όραμα της μεσσιανικής βασιλείας.
Διακρίνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο εκθέτει τη γενεαλογία του Έσδρα και
διατυπώνει απειλή κατά των Ιουδαίων. Στο δεύτερο αναφέρει τις υποσχέσεις προς
τους χριστιανούς, που έχουν πάρει τη θέση των Ιουδαίων σαν εκλεκτός λαός του
Θεού. Το έθνος των χριστιανών αποκαλεί ‘’μητέρα’’. Αποτελεί επεξεργασία-
διασκευή παλαιοτέρου υλικού από χριστιανό στο τέλος του Β’ ή τις αρχές του Γ’
αιώνα. Ολόκληρο το έργο σώζεται σε μετάφραση λατινική, ενώ από το πρωτότυπο
ελληνικό κείμενο έχομε μόνο αποσπάσματα.
(Α’ τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου)
Οι βασικοί λόγοι που δημιούργησαν την εξαιρετικά εκτεταμένη απόκρυφη
γραμματεία (ιουδαιοχριστιανική, χριστιανική και
γνωστική) στη διάρκεια του Β’ αιώνα δεν εξαφανίσθηκαν. Έτσι στον Γ’ αιώνα
κυκλοφόρησαν πολλά απόκρυφα έργα, που ο αριθμός τους όμως είναι πολύ μικρότερος
από εκείνον του Β’ αιώνα. Αιτία πρωταρχική της κάμψεως αυτής είναι η αύξηση της
εκκλησιαστικής και της θεολογικής αυτοσυνειδησίας των πιστών και η βαθμιαία
εξασθένηση του ιουδαιοχριστιανικού και γνωστικού φαινομένου…
Α) Πράξεις Ιούδα και Θωμά του Διδύμου.
Είναι από τα εκτενέστερα και αξιολογότερα του είδους, των απόκρυφων δηλ. γνωστικών έργων. Παραδίδεται βασικά στην ελληνική και τη συριακή, αλλά και οι δύο μορφές αντιπροσωπεύουν επεξεργασία χαμένου, συριακού μάλλον παρά ελληνικού, πρωτοτύπου, στο οποίο μάλιστα προστέθηκαν και τεμάχια τελείως νέα. Τούτο ισχύει περισσότερο για τα ποιητικά τεμάχια, που μερικοί τα συνδέουν με την υποτιθέμενη επεξεργασία και χρήση του έργου από τον Βαρδεσάνη (+ 222) και τους οπαδούς του. Η χρονολόγηση των Πράξεων είναι πολύ δύσκολη, αφού μάλιστα πρέπει να διακρίνομε πρωτότυπο και διασκευές. Γενικά πάντως στην σημερινή του μορφή το κείμενο τοποθετείτε στο α’ ήμισυ του Γ’ αιώνα, ενώ τα ποιητικά τεμάχια ίσως να είναι και μεταγενέστερα. Πατρίδα του είναι οπωσδήποτε η Συρία. Η πλειοψηφία των ερευνητών δέχεται τη συριακή σαν αρχική γλώσσα του κειμένου βάσει σοβαρών επιχειρημάτων. Παραβλέπεται όμως ένας άλλος παράγων: σε πολλά σημεία το ελληνικό κείμενο είναι τόσο τέλειο και αβίαστο, που αποκλείεται να είναι μετάφραση από πτωχότερη μάλιστα γλώσσα.
Είναι από τα εκτενέστερα και αξιολογότερα του είδους, των απόκρυφων δηλ. γνωστικών έργων. Παραδίδεται βασικά στην ελληνική και τη συριακή, αλλά και οι δύο μορφές αντιπροσωπεύουν επεξεργασία χαμένου, συριακού μάλλον παρά ελληνικού, πρωτοτύπου, στο οποίο μάλιστα προστέθηκαν και τεμάχια τελείως νέα. Τούτο ισχύει περισσότερο για τα ποιητικά τεμάχια, που μερικοί τα συνδέουν με την υποτιθέμενη επεξεργασία και χρήση του έργου από τον Βαρδεσάνη (+ 222) και τους οπαδούς του. Η χρονολόγηση των Πράξεων είναι πολύ δύσκολη, αφού μάλιστα πρέπει να διακρίνομε πρωτότυπο και διασκευές. Γενικά πάντως στην σημερινή του μορφή το κείμενο τοποθετείτε στο α’ ήμισυ του Γ’ αιώνα, ενώ τα ποιητικά τεμάχια ίσως να είναι και μεταγενέστερα. Πατρίδα του είναι οπωσδήποτε η Συρία. Η πλειοψηφία των ερευνητών δέχεται τη συριακή σαν αρχική γλώσσα του κειμένου βάσει σοβαρών επιχειρημάτων. Παραβλέπεται όμως ένας άλλος παράγων: σε πολλά σημεία το ελληνικό κείμενο είναι τόσο τέλειο και αβίαστο, που αποκλείεται να είναι μετάφραση από πτωχότερη μάλιστα γλώσσα.
Το έργο εκφράζει το
γνωστικό κλίμα του συριακού χώρου (με ποικίλες ιρανικές κα επιδράσεις), αλλά
συγχρόνως παρουσιάζει τάση για πρόσληψη χριστιανικών στοιχείων ή καλύτερα τάση
για χριστιανικό χρωματισμό μερικών σημείων του. Το επίθετο Δίδυμος του Θωμά
ερμηνεύεται ως δίδυμος αδελφός του Χριστού, κάτι που δίνει το απαιτούμενο κύρος
στην προσπάθεια του Θωμά, για να λύσει το δράμα της σωτηρίας της ψυχής, το οποίο
αποτελεί και το θέμα του έργου. Το έργο δε βοηθεί καθόλου στη συγκρότηση
συστήματος· δείχνει καθαρά το γνωστικό πλαίσιο, στο οποίο κινείται και
φανερώνει συχνά την συγχώνευση γνωστικών και μανιχαικών στοιχείων.
Το περιεχόμενό του
εξαντλείται βασικά σε μια σειρά 13 επεισοδίων, τα οποία θέμα έχουν την βίαιη
αποστολή του Θωμά στις βορειοδυτικές (και όχι στις νότιες στο Μαλαμπάρ, όπως
γνωρίζομε κατά παράδοση) Ινδίες, όπου αρχίζει το ιεραποστολικό του έργο,
πνιγμένο πάντοτε σε σοβαρές, εύθυμες και κωμικές ή φαρσοειδείς περιπέτειες.
Τέλος των επεισοδίων είναι η καταδίκη του σε θάνατο, που περιγράφεται και που
αποτέλεσε αντικείμενο μεταγενέστερων επεξεργασιών.
Ύμνος του μαργαριταριού. Στο κείμενο έχομε ποίημα που αποτελεί την
πεμπτουσία του έργου και δίνει με ποιητική αφήγηση το μύθο και τη λύση του
δράματος της σωτηρίας της ψυχής και του σωτήρα: Λαμπροφορεμένο πριγκιπόπουλο
στέλνεται από τους βασιλείς γονείς του να βρει το πολύτιμο μαργαριτάρι που
φυλάει στην Αίγυπτο δράκος. Εκεί παρασύρεται, λησμονεί την προέλευση του και το
σκοπό του, μέχρις ότου συνειδητοποιεί με την επέμβαση ουρανίων δυνάμεων την
καταγωγή του. Απορρίπτει τα ρυπαρά φορέματα, με τα οποία είχε αντικαταστήσει τα
λαμπρά και παίρνει το δρόμο της επιστροφής ‘’προς το φως της κατά Ανατολήν
πατρίδος’’, προς τη σωτηρία, όπου περιβάλλεται και πάλι την παλιά του
λαμπρότητα. Εξαιρειτική σημασία έχει το έργο για τα ρυθμικά του τεμάχια και
μάλιστα για τον ‘’Ύμνο του γάμου’’, τον ‘’Ύμνο του μαργαριταριού’’, και τους
ευχαριστιακούς ύμνους.
Οι ύμνοι αυτοί έχουν έντονο ρυθμό, θεωρούνται ανώτεροι από τους γνωστούς
γνωστικούς ύμνους και κάποτε από αυτούς που γράφτηκαν στο χώρο της Εκκλησίας.
Αποκτούν δε μεγαλύτερη ακόμη σημασία, διότι οπωσδήποτε έχουν συριακή καταγωγή
και μάλιστα ο ύμνος του μαργαριταριού ίσως προχριστιανική (Adam). Αξίζει να
σημειωθεί ότι στους ευχαριστιακούς ύμνους των Πράξεων του Θωμά έχομε
μεταγενέστερο χρωματισμό τόσο έντονα χριστιανικό, ώστε η θεματολογία να μοιάζει
χριστιανική. Τούτο δείχνει ότι το έργο διαβαζόταν πολύ από τους χριστιανούς. Η
ποιητική μορφή των ευχαριστιακών αυτών ύμνων είναι παρόμοια με τη μορφή των
χριστιανικών ύμνων του Β’ και Γ’ αιώνα και με αυτήν των ύμνων της ΚΔ. Η
ομοιότης αυτή δείχνει πόσο παράλληλη υπήρξε η εξέλιξη εκκλησιαστικής και
γνωστικής ποιήσεως και πόσο βαθιά είναι η αλληλεπίδρασή τους.
Β) Το βιβλίο του Ελκεσάι.
Οι Ωριγένης, Ιππόλυτος και Επιφάνιος πληροφορούν για την αίρεση των Ελκεσαιτών. Ο Ιππόλυτος και ο Επιφάνιος διασώζουν αποσπάσματα βιβλίου του Ελκεσάι, αφιερωμένου στους sobiai, δηλαδή στους βαπτισμένους. Το βιβλίο συνδέεται με κάποιον Αλκιβιάδη από την Απάμεια, που το 220 πήγε στη Ρώμη, μίλησε για τον Ελκεσάι (έζησε δήθεν στα χρόνια του Τραϊανού, 100 μ Χ) και ισχυρίστηκε ότι το κήρυγμα του δόθηκε απ’ ευθείας από το Χριστό- άγγελο στον Ελκεσάι. Ο Χριστός αυτός είναι υιός του Θεού και μέγας βασιλέας, έχει ανάστημα 96 μίλια, γεννήθηκε πολλές φορές καιθα ξαναγεννηθεί (μετενσάρκωση). Το έργο γράφτηκε ίσως αρχικά στην αραμαική κι έπειτα μεταφράστηκε στην ελληνική. Ο βασικός του χαρακτήρας είναι ιουδαϊκός με ανεπιτυχείς προσμίξεις γνωστικών και επιφανειακών χριστιανικών στοιχείων.
Οι Ωριγένης, Ιππόλυτος και Επιφάνιος πληροφορούν για την αίρεση των Ελκεσαιτών. Ο Ιππόλυτος και ο Επιφάνιος διασώζουν αποσπάσματα βιβλίου του Ελκεσάι, αφιερωμένου στους sobiai, δηλαδή στους βαπτισμένους. Το βιβλίο συνδέεται με κάποιον Αλκιβιάδη από την Απάμεια, που το 220 πήγε στη Ρώμη, μίλησε για τον Ελκεσάι (έζησε δήθεν στα χρόνια του Τραϊανού, 100 μ Χ) και ισχυρίστηκε ότι το κήρυγμα του δόθηκε απ’ ευθείας από το Χριστό- άγγελο στον Ελκεσάι. Ο Χριστός αυτός είναι υιός του Θεού και μέγας βασιλέας, έχει ανάστημα 96 μίλια, γεννήθηκε πολλές φορές καιθα ξαναγεννηθεί (μετενσάρκωση). Το έργο γράφτηκε ίσως αρχικά στην αραμαική κι έπειτα μεταφράστηκε στην ελληνική. Ο βασικός του χαρακτήρας είναι ιουδαϊκός με ανεπιτυχείς προσμίξεις γνωστικών και επιφανειακών χριστιανικών στοιχείων.
Γ) Βιβλία του Ιησού ή Βιβλίον του μεγάλου
κατά μυστήριον λόγου.
Περιέχεται στον κοπτικό κώδικα Barocianus της Bodleiana (Oxford) και μνημονεύεται στο έργο Πίστις- Σοφία. Γράφτηκε ελληνικά στις αρχές ή στο α’ ήμισυ γενικά του Γ’ αιώνα από κύκλους γνωστικούς ή ακριβέστερα Μπαρμπελογνωστικούς, οι οποίοι διακατέχονταν από τάσεις εγκρατιτικές. Ανήκει στον τύπο των γνωστικών Ευαγγελίων με αποκαλυπτικό χαρακτήρα και προσφέρει εσωτερική διδασκαλία. Αυτή οφείλεται στον Ιησού, που απαντά στις ερωτήσεις μαθητών και μαθητριών και που χαρακτηρίζονται ‘’ζων’’, ‘’αναστηθείς’’, ‘’ζωοποιών’’. Έχει τάσεις ελιτιστικές, απευθύνεται μόνο στους εκλεκτούς και παρουσιάζει ομοιότητες με τον επίλογο του Αποκρύφου του Ιωάννου.
Περιέχεται στον κοπτικό κώδικα Barocianus της Bodleiana (Oxford) και μνημονεύεται στο έργο Πίστις- Σοφία. Γράφτηκε ελληνικά στις αρχές ή στο α’ ήμισυ γενικά του Γ’ αιώνα από κύκλους γνωστικούς ή ακριβέστερα Μπαρμπελογνωστικούς, οι οποίοι διακατέχονταν από τάσεις εγκρατιτικές. Ανήκει στον τύπο των γνωστικών Ευαγγελίων με αποκαλυπτικό χαρακτήρα και προσφέρει εσωτερική διδασκαλία. Αυτή οφείλεται στον Ιησού, που απαντά στις ερωτήσεις μαθητών και μαθητριών και που χαρακτηρίζονται ‘’ζων’’, ‘’αναστηθείς’’, ‘’ζωοποιών’’. Έχει τάσεις ελιτιστικές, απευθύνεται μόνο στους εκλεκτούς και παρουσιάζει ομοιότητες με τον επίλογο του Αποκρύφου του Ιωάννου.
Δ) Περί μετανοίας.
Στον περίφημο περγαμηνό κοπτικό κώδικα Askewianus παραδίδεται σαν τελευταίο
κείμενο ανώνυμο αυτοτελές έργο με κεντρικό θέμα τη μετάνοια. Στον κώδικα
προηγούνται τρία κείμενα (με την επιγραφή Πίστις- Σοφία), που συνιστούν ενιαίο
έργο, γραμμένο στο β’ ήμισυ του Γ’ αιώνος, ενώ το περί μετανοίας ανήκει στο α’
ήμισυ του Γ’ αιώνα.
Το τελευταίο τούτο είναι διαλογικό ευαγγέλιο, στο οποίο η Μαρία, η Σαλώμη,
ο Πέτρος, ο Ανδρέας, ο Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο Ιωάννης θέτουν ερωτήσεις
στον Κύριο την επομένη της αναστάσεως του στην παραλία ωκεανού. Ο Κύριος τους
απαντά και τους διηγείται για την τύχη των Αρχόντων, προτρέποντας σε μετάνοια.
Το έργο προέρχεται από γνωστικούς κύκλους της Αιγύπτου και ανήκει γενικά στον
τύπο των γνωστικών ευαγγελίων, που αρχικά γράφτηκαν στην ελληνική και
διασώθηκαν σε κοπτική μετάφραση.
(Α’ τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου)